Το δώρο του Τραμπ στην Κίνα
Oι απειλές του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για μέτρα προστατευτισμού εναντίον της Κίνας έχουν πυροδοτήσει αρκετή ανησυχία. Εάν εφαρμόσει τις υποσχέσεις του και, ας υποθέσουμε, κατηγορήσει επισήμως την Κίνα ότι χειραγωγεί το εθνικό της νόμισμα ή επιβάλλει υψηλότερους εισαγωγικούς δασμούς, τότε οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες -συμπεριλαμβανομένου ενός εμπορικού πολέμου- θα μπορούσαν να είναι σοβαρές. Μακροπρόθεσμα, όμως, μια στροφή προς τον προστατευτισμό από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αποτελέσει δώρο εξ ουρανού για την Κίνα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Κίνα διέρχεται μια δύσκολη φάση στην ανάπτυξή της. Έπειτα από τρεις δεκαετίες διψήφιων ποσοστών ανάπτυξης του ΑΕΠ -ένα επίτευγμα με ελάχιστα ανάλογα ιστορικά παραδείγματα- οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας έχουν επιβραδυνθεί αισθητά. Ο συνδυασμός αυξημένου εργατικού κόστους και πιο αδύναμης ζήτησης για τις κινεζικές εξαγωγές έχει μειώσει την ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας στο 6,9% το 2015 και στο 6,7% πέρυσι. Η κινεζική κυβέρνηση έχει τώρα υποβαθμίσει τους αναπτυξιακούς στόχους για την περίοδο 20162020 στο 6,5%-7%.
Αυτοί δεν παύουν να είναι αξιοσέβαστοι ρυθμοί. Αλλά δεν είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει η Κίνα. Όπως έχουν επισημάνει οι Justin Yifu και Wing Thye Woo, το 1951, όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιαπωνίας σε σχέση με των ΗΠΑ ήταν το ίδιο, όπως είναι της Κίνας σήμερα, η Ιαπωνία βίωνε σταθερή ανάπτυξη 9,2%.
Ένα εμπόδιο σε τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης για την Κίνα είναι το μεγάλο βάρος του χρέους. Μια ανάλυση stress test από το McKinsey Global Institute διαπίστωσε ότι εάν η Κίνα συνέχιζε να επιδιώκει το αναπτυξιακό μοντέλο χρέους και επενδύσεων, ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να αυξηθεί από 1,7% σήμερα (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία) στο 15% μέσα σε δύο μόλις χρόνια. Το ρίσκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν αποτελεί κάτι καινούριο για την κεντρική τράπεζα της Κίνας, η οποία, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία, θα λάβει μέτρα για τον μετριασμό του.
Δυστυχώς, το χρέος δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα της Κίνας. Η κυριαρχία της στις διεθνείς εξαγωγές -ο βασικός μοχλός για την ανάπτυξή της τις τελευταίες δεκαετίες- έχει υπονομευθεί. Ο λόγος εμπορίου προς ΑΕΠ της Ινδίας υποσκέλισε πέρυσι της Κίνας. Και, παρότι η παραγωγικότητα εργασίας αυξάνεται σταθερά στην Κίνα, παραμένει κάτω του 30% των επιπέδων στις προηγμένες χώρες.
Δεδομένων αυτών των προκλήσεων, ίσως φανεί παράξενο να ισχυρισθεί κανείς ότι η Κίνα ίσως τώρα να βρίσκεται στο χείλος μετάβασης σε ένα νέο επίπεδο παγκόσμιας επιρροής. Αλλά, εξαιτίας της πολιτικής προσέγγισης Τραμπ, η Κίνα έχει μια νέα και σημαντική ευκαιρία να
$Η Κίνα είναι ήδη κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας. Μπορεί τώρα να προσβλέπει στην ίδια θέση και με το Μεξικό και ίσως για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. κάνει ακριβώς αυτό. Παρότι οι εμπορικές και κεφαλαιακές ροές προϋποθέτουν ρύθμιση, η απελευθέρωση, από την άλλη πλευρά, συνεπάγεται μακράν περισσότερα οφέλη από ό,τι μειονεκτήματα.
Οι πολιτικές «νεο-προστατευτισμού» του Τραμπ -που αποσκοπούν στον περιορισμό της ροής αγαθών, υπηρεσιών και ανθρώπων προς τις ΗΠΑ- δεν έχουν τις ρίζες τους σε τίποτε περισσότερο από μυωπική ξενοφοβία. Στο τέλος αυτό θα απομονώσει τις ΗΠΑ πολύ περισσότερο από ό,τι την Κίνα ή το Μεξικό.
Η ιστορία αποδεικνύει τα παραπάνω. Τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Αργεντινή ήταν μεταξύ των πιο πλουσίων χωρών στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ αλλά μπροστά από τη Γερμανία. Έκτοτε, η οικονομία της Αργεντινής έχει επιδεινωθεί σημαντικά για δύο λόγους: ανεπαρκείς επενδύσεις στην Παιδεία (ένα λάθος που ίσως να κάνει και ο Τραμπ) και ενισχυμένος προστατευτισμός.
$εσωστρεφή, «πρώτα η Αμερική» προσέγγιση εξωτερικής πολιτικής, θα δημιουργήσει επίσης περιθώρια για άλλες χώρες -συμπεριλαμβανομένων Κίνας, Ινδίας και Μεξικούγια την ενίσχυση της δικής τους διεθνούς επιρροής.
Σκεφθείτε την απόσυρση του Τραμπ από τη συμφωνία συνεργασίας των χωρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership), την εμπορική συμφωνία που αφορούσε 12 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, όχι όμως την Κίνα.
Η TPP αδιαμφισβήτητα έχει τα ελαττώματά της - αν μη τι άλλο θα παραχωρούσε δυσανάλογα και αθέμιτα πλεονεκτήματα στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά είχε πολλές λυτρωτικές ιδιότητες και την πανηγύρισαν χώρες όπως η Μαλαισία και το Βιετνάμ για την πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.
Τώρα που τραβήχτηκε το χαλί κάτω από τα πόδια αυτών των χωρών, η Κίνα μπορεί να τείνει χείρα βοηθείας. Ήδη η Κίνα έχει ενισχύσει σημαντικά τις περιφερειακές της επενδύσεις, μεταξύ άλλων και μέσω της πρωτοβουλίας «Νέος Δρόμος του Μεταξιού» (one Belt one Road). Χωρίς την TPP να διευκολύνει τις εμπορικές ροές μεταξύ των χωρών-μελών της εμπορικής συμφωνίας, η Κίνα πιθανότατα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη πηγή ξένων άμεσων επενδύσεων για τις χώρες ASEAN. Η Κίνα επιδιώκει επίσης να εμβαθύνει τους οικονομικούς της δεσμούς με Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, χώρες που υπέγραψαν συμμετοχή στην ΤΡΡ.
Κατά παρόμοιο τρόπο, η Κίνα άδραξε την ευκαιρία που δημιουργήθηκε από το επιπόλαιο σχέδιο Τραμπ για την ανέγερση τείχους στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό για να απευθυνθεί στη γείτονα της Αμερικής. Μόλις έναν μήνα μετά την εκλογή Τραμπ, ο σύμβουλος του κινεζικού κράτους, Γιαγκ Τζιετσί, είχε συνάντηση με την υπουργό Εξωτερικών του Μεξικού, Κλαούντια Ρουίζ Μασιέ, με τη δέσμευση για στενότερους διπλωματικούς δεσμούς και ενίσχυση των αεροπορικών και εμπορικών συνδέσεων. Η Κίνα είναι ήδη κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας. Μπορεί τώρα να προσβλέπει στην ίδια θέση και με το Μεξικό και ίσως για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Καθώς ο Τραμπ υιοθετεί ολοένα και πιο στενόμυαλη και ξενοφοβική ρητορική, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίγκ, κατεβάζει τους εθνικιστικούς τόνους και ακούγεται ολοένα και περισσότερο σαν πολιτική προσωπικότητα παγκοσμίου κύρους. Η Κίνα, όπως φαίνεται να αναγνωρίζει, έχει τώρα την ευκαιρία όχι μόνο να επιτύχει ακόμη έναν κύκλο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίσει έναν μακράν πιο καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς αποφάσεις και πολιτική. [SID:10901207] Χωρίς την TPP να διευκολύνει τις εμπορικές ροές μεταξύ των χωρών-μελών της εμπορικής συμφωνίας, η Κίνα πιθανότατα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως τη μεγαλύτερη πηγή ξένων άμεσων επενδύσεων για τις χώρες ASEAN.
Η άνοδος του εθνικισμού στη δεκαετία του ‘20 καλλιεργήθηκε το 1930, όταν ακροδεξιές εθνικιστικές δυνάμεις ανέτρεψαν την κυβέρνηση της Αργεντινής. Η νέα κυβέρνηση -που ήταν βαθιά πολέμιος του φιλελευθερισμού, για να μην αναφερθούμε στους ξένους- αύξησε σημαντικά τους δασμούς σε διάφορους τομείς. Κατά μέσο όρο, οι δασμοί στις εισαγωγές αυξήθηκαν από 16,7% το 1930 στο 28,7% το 1933. Οι θέσεις εργασίας σε παραδοσιακούς τομείς διασώθηκαν, αλλά η παραγωγικότητα μειώθηκε. Σήμερα η Αργεντινή δεν συγκαταλέγεται ούτε μεταξύ των 50 κορυφαίων οικονομιών παγκοσμίως.
Άρα, μπορεί να αναμένει κανείς ότι η προσέγγιση Τραμπ θα κάνει μεγάλη ζημιά στην αμερικανική οικονομία και θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις, δεδομένου του εξέχοντος ρόλου της Αμερικής διεθνώς. Αλλά η αυτοεπιβαλλόμενη οικονομική απομόνωση, σε συνδυασμό με μια