Προτεραιότητα η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών είναι προτεραιότητα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τονίστηκε κατά τη συνάντηση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη και τους συνεργάτες του. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η χώρα χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πρόγραμμα επενδύσεων, μεταρρυθμίσεων και εξαγωγικού προσανατολισμού και διαμόρφωση φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων και να ξεκινήσει ένας νέος διατηρήσιμος κύκλος ανάπτυξης και προοπτικής για την ελληνική οικονομία. Κατά την επίσκεψη της ΕΕΤ, που εκπροσωπήθηκε από τον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου Νίκο Καραμούζη, τους αντιπροέδρους Παναγιώτη Θωμόπουλο, Βασίλη Ράπανο, τον πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής Σπύρο Παπασπύρου και τη γ.γ. Χαρίκλεια Απαλαγάκη, συζητήθηκε ο σημαντικότερος ρόλος των τραπεζών στην αναπτυξιακή διαδικασία κυρίως με τη συμμετοχή τους στην απορρόφηση και διάθεση πόρων από ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα και στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και έργων υποδομών από τους διεθνείς επίσημους οργανισμούς.
Προκλήσεις
Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι σημαντικές προκλήσεις παραμένουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, κυρίως, ως προς την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας, τη μείωση του σημαντικού υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την άρση των πε- ριορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, ώστε να αποκατασταθεί η κανονικότητα στον χρηματοπιστωτικό χώρο και να ενισχυθεί η ικανότητά του να χρηματοδοτήσει την οικονομία και τους πελάτες. Ως προς τη ρευστότητα, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των διεθνών επενδυτών στην προοπτική της χώρας αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για την επιστροφή των εγχώριων καταθέσεων, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και την άντληση ρευστότητας από τις διεθνείς αγορές. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης, ωστόσο, δυσχεραίνεται από τις τρέχουσες αβεβαιότητες, με αποτέλεσμα το πρώτο δίμηνο οι τάσεις στον τραπεζικό τομέα να μην είναι θετικές, καθώς καταγράφηκε μείωση των καταθέσεων και αύξηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όσον αφορά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρουσιάστηκαν οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι τράπεζες και έγινε αναφορά στην αναγκαιότητα του περαιτέρω εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη διαχείριση αυτών των δανείων, όπως ο εξωδικαστικός συμβιβασμός για τη ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων (OCW), η παροχή της αναγκαίας νομικής προστασίας στα εμπλεκόμενα μέρη και η άμεση έναρξη διεξαγωγής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Οι βελτιώσεις αυτές αποσκοπούν στην επαναφορά των βιώσιμων επιχειρήσεων σε καθεστώς πραγματικής εξυπηρέτησης των πάσης φύσεως οφειλών τους, στην αποθάρρυνση των στρατηγικών κακοπληρωτών, στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού, επιτρέποντας στις τράπεζες να διαχειριστούν τα δάνεια των πραγματικά ευπαθών κοινωνικών ομάδων. [SID:10914200] Της Άννας Δόγα
Ηολοκλήρωση της αξιολόγησης και η αποκατάσταση της κανονικότητας είναι το «κλειδί» για την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και ο φιλόδοξος σχεδιασμός μείωσης των προβληματικών χαρτοφυλακίων στηρίζεται στη συμπλήρωση του νομοθετικού πλαισίου, που αποτελεί και αυτό εκκρεμότητα της αξιολόγησης. Πηγές που γνωρίζουν καλά τα τεκταινόμενα στο τραπεζικό σύστημα επισημαίνουν την επιβράδυνση από τις αρχές του έτους της προόδου που είχε γίνει το 2016 σε «κόκκινα» δάνεια και ρευστότητα και εκτιμούν ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μπορεί να ανατρέψει τη συγκυρία και να φέρει εκ νέου σε θετική τροχιά το σύστημα. Τα «κόκκινα» δάνεια είναι πανευρωπαϊκά το μείζον πρόβλημα του τραπεζικού κλάδου, που μετρά 1 τρισ. ευρώ επισφαλή δάνεια - με την Ελλάδα να κινείται στα 106 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Ο προβληματισμός είναι έντονος στην Ε.Ε. και διατυπώνονται σκέψεις περί πανευρωπαϊκής bad bank, που βρίσκει αντίθετη τη Γερμανία.
Οι στόχοι και οι καθυστερήσεις
Ευρωπαϊκές πηγές εκτιμούν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν φιλόδοξους και ρεαλιστικούς στόχους μείωσης των NPEs για να καλύψουν. «Δεν εγκαταλείπουμε τους φιλόδοξους στόχους αλλά θέλουμε να εί- ναι ρεαλιστικοί» είναι η απάντηση των ίδιων πηγών στο ερώτημα αν οι αστοχίες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος θα οδηγήσουν τους επόπτες σε τροποποίηση των στό-