Τα «αντίδωρα» για όσους χάνουν το ΕΚΑΣ
Οι προϋποθέσεις για τα αντισταθμιστικά μέτρα - Ποια τα κριτήρια για λήψη του βοηθήματος - Μειωμένα κατά 50% τα ποσά φέτος
Τέσσερις είναι οι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να έχει αθροιστικά ένας συνταξιούχος για να μπορεί να λάβει το ΕΚΑΣ μέσα στο 2017, και είναι οι εξής: α) Η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, β) εισόδημα από συντάξεις μικρότερο από τα 7.972 ευρώ, γ) συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα μικρότερο από 8.884 ευρώ και δ) το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει τις 11.000 ευρώ. Αυτά αναφέρει η νέα εγκύκλιος του ΕΦΚΑ η οποία εκδόθηκε σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου σύμφωνα με τον οποίο οι νέες κλίμακες του ΕΚΑΣ από 1/1/2017 μειώνονται κατά 50% και κυμαίνονται από 28,75 ευρώ έως 115 ευρώ.
Το ανώτατο μηνιαίο πλαφόν για τη χορήγηση του ΕΚΑΣ κατά το έτος 2017 παραμένει στα 664,33 ευρώ, αλλά οι δικαιούχοι αυτής της κατηγορίας θα λάβουν μηνιαίο ΕΚΑΣ 28,75 ευρώ, αντί των 57,50 ευρώ που ελάμβαναν μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2016.
Υπενθυμίζεται ότι με κοινή υπουργική απόφαση του υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Α. Πετρόπουλου και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη δεν άλλαξε ο αριθμός των συνταξιούχων που θα λάβουν το 2017 το επίδομα του ΕΚΑΣ, αλλά μειώθηκαν στο μισό τα ποσά που θα τους καταβληθούν, καθώς για τη φετινή χρονιά προβλέπεται περικοπή του σχετικού κονδυλίου κατά 430 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τα ποσά που καταβλήθηκαν για τη χορήγησή του μέσα στο 2016. Οι φετινοί δικαιούχοι του ΕΚΑΣ ανέρχονται περίπου σε 260.000 άτομα, ενώ εκτιμάται ότι περίπου άλλοι 80.000 που ήταν δικαιούχοι και με βάση τα νέα εισοδηματικά κριτήρια χάνουν το ΕΚΑΣ, τελικά θα το εισπράξουν έμμεσα με τα «αντισταθμιστικά μέτρα».
Από «κόσκινο» οι αιτήσεις για τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά του ΕΚΑΣ
Στην εγκύκλιο του ΕΦΚΑ επισημαίνεται ότι θα πρέπει να γίνει από τις αρμόδιες υπηρεσίες διεξοδικός έλεγχος των αιτήσε- ων προκειμένου να εντοπιστούν οι περιπτώσεις των ασφαλισμένων οι οποίοι με δόλο εισέπραξαν το ΕΚΑΣ. Μάλιστα, αναφέρονται και οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά του ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως (παρ. 5 του άρθρου 92 , ν. 4387/16) και είναι οι εξής: α) υποβολή εκ μέρους του συνταξιούχου με δόλο ανακριβούς δήλωσης είτε για τον φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία β) πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος. Επομένως, πρόκειται για τις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι ο συνταξιούχος, προκειμένου να εισπράττει το ΕΚΑΣ, είτε χωρίς να έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις είτε πολλαπλά, λειτουργεί με δόλο, ενεργητικά (υποβολή ανακριβούς αίτησης/δήλωσης) ή παθητικά (αποσιώπηση της χορήγησης του επιδόματος και είσπραξή του από περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς).
Όπως αναφέρει η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ στην πρώτη περίπτωση, η ανακριβής ή /ψευδής δήλωση μπορεί να αφορά, ενδεικτικά, την απόκρυψη του γεγονότος ότι το ΕΚΑΣ χορηγείται από άλλο φορέα ή ότι ο συνταξιούχος έχει υποβάλει αίτηση προκειμένου να του χορηγηθεί και από άλλο φορέα, το ύψος και τις πηγές των εισοδημάτων που περιέχονται στη δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων στη ΔΟΥ, την οικογενειακή κατάσταση, προκειμένου να μην ελέγχεται το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, τον τόπο μόνιμης κατοικίας κ.ά.
Στη δεύτερη περίπτωση ο νόμος αναφέρεται στην πολλαπλή είσπραξη του επιδόματος, δηλαδή στην περίπτωση που, ενώ ο συνταξιούχος δεν συνήργησε με σκοπό να του χορηγηθεί το ΕΚΑΣ από περισσότερους του ενός φορείς (γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε μηχανογραφική αστοχία), το εισέπραττε συστηματικά από όλους, αποσιωπώντας την αλήθεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Συνεπώς, εάν δεν αποδεικνύεται πλήρως και αιτιολογημένα ότι συντρέχουν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 92 του Ν. 4387/2016, δεν είναι επιτρεπτό να αναζητούνται στο διπλάσιο τα ποσά ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι όταν συντρέχουν νόμιμες προϋποθέσεις για την επιστροφή των ποσών ΕΚΑΣ στο διπλάσιο, γίνεται συμψηφισμός του ποσού με την καταβαλλόμενη σύνταξη, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, σύμφωνα με την ισχύουσα ειδική διάταξη, δηλαδή σε έξι μηνιαίες δόσεις, ενώ εάν το ποσό της σύνταξης δεν επαρκεί για να καλύψει το επιστρεπτέο ποσό σε έξι δόσεις, το ποσό αυτό επιμερίζεται σε τόσες ισόποσες μηνιαίες δόσεις όσες απαιτούνται για τον συμψηφισμό του με τη σύνταξη. [SID:10913815]