«Επί ξυρού ακμής» τα έσοδα από λίστες μεγαλοκαταθετών
«Μπλόκο» στις παρατάσεις παραγραφής φορολογικών υποθέσεων προ του 2012
Στον αέρα κινδυνεύει να τιναχτεί η προσπάθεια του υπουργείου Οικονομικών να βεβαιώσει και να εισπράξει φόρους ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ από τη φοροδιαφυγή των πλουσίων, εξαιτίας της απόφασης-βόμβα που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την οποία μπαίνει φρένο στις διαρκείς παρατάσεις του χρόνου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων.
Η απόφαση αυτή σημαίνει ουσιαστικά την ακύρωση των αποτελεσμάτων των φορολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν και διενεργούνται σε υποθέσεις των ετών 2000-2011, πολλές εκ των οποίων περιλαμβάνονται στις περίφημες «λίστες» μεγαλοκαταθετών, όπως η λίστα Λανγκάρντ, η λίστα Μπόργιανς και η τεράστια λίστα των 65 CD με το 1,3 εκατομμύριο μεγαλοκαταθέτες. Με βάση την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, το δικαίωμα του Δημοσίου να διενεργήσει φορολογικούς ελέγχους έχει παραγραφεί για τα έτη μέχρι και το 2011. Τυχόν γενικευμένη εφαρμογή της απόφασης αυτής θα έχει ως συνέπεια το Δημόσιο να αναγκαστεί να επιστρέψει φόρους και προσαυξήσεις ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που ήδη έχει εισπράξει από ελέγχους αυτής της κατηγορίας, αλλά και να ακυρώσει πράξεις επιβολής φόρων και προσαυξήσεων συνολικού ύψους άνω του 1,4 δισ. ευρώ που ήδη έχει εκδώσει.
Η απόφαση του ΣτΕ
«Όχι» στη διαδοχική παράταση παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου είπε οριστικά και τελεσίδικα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής. Όπως δέχθηκε, μεταξύ άλλων, η παραγραφή των σχετικών αξιώσεων «πρέπει να έχει συνολικά εύλογη χρονική διάρκεια». Με τη χθεσινή, ομόφωνη απόφασή της (1738/2017), η Ολομέλεια του ΣτΕ κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τη σχετική, παραπεμπτική απόφαση της αυξημένης επταμελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος του ΣτΕ (675/2017), που έκρινε αντισυνταγματική την εν λόγω παράταση, τονίζοντας ότι αυτή «πρέπει να συνάδει προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας». Στο σκεπτικό της Ολομέλειας του ΣτΕ, που τάσσεται κατά της συνταγματικότητας των επίμαχων νόμων (3513/2005, 3697/2008, 3790/2009 και 3842/2010) ως προς το σκέλος που παρέτειναν διαδοχικά τον χρόνο παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων, τονίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Εν όψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια εν όψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προϊσχύουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά. Εξάλλου, η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, γιατί παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσίευσης των σχετικών νόμων ετών.
Παρατείνεται διαδοχικώς ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου λίγο πριν από τη λήξη είτε της αρχικής παραγραφής είτε της προηγούμενης παρατάσεως αυτής ώστε η θεσπιζόμενη με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως κανόνας πενταετής παραγραφή να φαίνεται ότι δεν έχει πλέον σε καμία περίπτωση εφαρμογή για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν κατά τις χρήσεις στις οποίες αφορούν.
Για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος».
Υπενθυμίζεται ότι έχουν προηγηθεί και άλλες αποφάσεις του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, καθώς και διοικητικών δικαστηρίων, με το ίδιο περιεχόμενο.
Η υπόθεση είχε φτάσει ενώπιον του ΣτΕ με αφορμή υπόθεση εταιρείας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων στην οποία, μετά από έλεγχο στα εισοδήματά της του έτους 2002, ο προϊστάμενος του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών επέβαλε σε βάρος της κύριο φόρο 3.986.826 ευρώ και πρόσθετο φόρο 11.102.850 ευρώ, λόγω ανακριβούς δήλωσης. [SID:11156461]