Πρόστιμο - ρεκόρ 2,42 δισ. ευρώ στην Google
«Καμπάνα» για παραβίαση του ανταγωνισμού σε online αγορές, πρακτικές αναζήτησης και διαφήμιση
Τον πόλεμο στην Google κήρυξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιβάλλοντας στoν κολοσσό υπηρεσιών αναζήτησης το πρόστιμο - ρεκόρ των 2,42 δισ. ευρώ (2,7 δισ. δολάρια), με την αιτιολογία ότι εκμεταλλεύεται τη δεσπόζουσα θέση της σε βάρος μικρότερων και ανταγωνιστικών υπηρεσιών αναζήτησης αγορών.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχουν έως τώρα επιβάλλει οι Βρυξέλλες σε υπόθεση αντιμονοπωλιακής πολιτικής, υπερβαίνοντας το πρόστιμο 1,06 δισ. ευρώ που είχε επιβληθεί το 2009 στην εταιρεία κατασκευής επεξεργαστών Intel.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Google -η πιο δημοφιλής μηχανή υπηρεσιών αναζήτησης στο Διαδίκτυο στον κόσμο- έχει διορία 90 ημερών να σταματήσει να ευνοεί τη δική της υπηρεσία online αγορών, ειδάλλως θα βρεθεί αντιμέτωπη με πρόσθετο πρόστιμο ανά ημέρα, που θα ανέρχεται έως και το 5% του μέσου ημερήσιου τζίρου. Με βάση την τελευταία οικονομική έκθεση της εταιρείας, το ποσό αυτό ισοδυναμεί με περίπου 14 εκατ. δολάρια την ημέρα.
Η «καμπάνα» των 2,4 δισ. ευρώ σε βάρος της Google -που αντιπροσωπεύει το 3% του συνολικού κύκλου εργασιών της Alphabet, μητρικού ομίλου της εταιρείας υπηρεσιών αναζήτησης- αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη μεγάλη ήττα στη διαμάχη με τις διεθνείς αρχές ανταγωνισμού, καθώς το 2013 είχε καταφέρει να έλθει σε διακανονισμό με τις αρχές των ΗΠΑ χωρίς να υποχρεωθεί στην καταβολή προστίμου, αφότου συναίνεσε να αλλάξει ορισμένες από τις πρακτικές της στις υπηρεσίες αναζήτησης.
Οι αρχές ανταγωνισμού της Ε.Ε. κατηγόρησαν επίσης την Google ότι χρησιμοποιεί το λειτουργικό σύστημα έξυπνων κινητών Android για να υπονομεύσει τους ανταγωνιστές της, σε μια υπόθεση που ενδεχομένως να αποδειχθεί περισσότερο επιζήμια για την εταιρεία, καθώς το Android χρησιμο- ποιείται στα περισσότερα smartphones. Η εταιρεία κατηγορείται επίσης ότι μπλοκάρει τους ανταγωνιστές στην online διαφήμιση στα αποτελέσματα αναζήτησης.
Η Κομισιόν κατέληξε ότι η Google -με μερίδιο αγοράς άνω του 90% στις αναζητήσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- τοποθετούσε σε πλεονε- κτική θέση στα αποτελέσματα αναζήτησης τη δική της υπηρεσία σύγκρισης αγορών, υποβιβάζοντας τις αντίστοιχες υπηρεσίες των ανταγωνιστών. «Αυτό που κάνει η Google είναι παράνομο βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών περί θεμιτού ανταγωνισμού. Αρνήθηκε στις άλλες εταιρείες την ευκαιρία να ανταγωνιστούν και να καινοτομήσουν. Και, το πιο σημαντικό, στέρησε από τους Ευρωπαίους καταναλωτές μια γνήσια επιλογή υπηρεσιών και τα πλήρη πλεονεκτήματα της καινοτομίας» ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαία επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ.
Από την πλευρά του, ο Κεντ Γουόκερ, senior vice president και γενικός σύμβουλος της Go- ogle, εξέφρασε τη διαφωνία της εταιρείας με την απόφαση της Επιτροπής και την πρόθεση να ασκήσει έφεση. «Με σεβασμό στις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαφωνούμε με τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν. Θα εξετάσουμε λεπτομερώς την απόφαση της Επιτροπής, καθώς σκεφτόμαστε να προχωρήσουμε σε προσφυγή και ανυπομονούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε σαφείς τις θέσεις μας» τόνισε στην ανακοίνωσή του.
«Όταν κάνετε αγορές μέσω του Διαδικτύου θέλετε να βρίσκετε τα προϊόντα που ψάχνετε γρήγορα και εύκολα. Και οι διαφημιζόμενοι θέλουν επίσης να προωθήσουν τα ίδια αυτά προϊόντα. Για τον λόγο αυτό η Google εμφανίζει διαφημίσεις αγορών, συνδέοντας τους χρήστες μας με χιλιάδες διαφημιζόμενους, μεγάλους ή μικρούς, με τρόπους που να είναι χρήσιμοι για όλους».
Το πρόστιμο - μαμούθ σε βάρος της Google αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα της πιο σκληρής στάσης που υιοθετούν οι Βρυξέλλες σε βάρος των εταιρειών με δεσπόζουσα θέση, αλλά και σε βάρος των καρτέλ διαμόρφωσης τιμών.
Τα συνολικά πρόστιμα ανά τον κόσμο για υποθέσεις παράβασης των κανονισμών αντιμονοπωλιακής πολιτικής εκτοξεύθηκαν το 2016 σε νέο ιστορικό υψηλό, αγγίζοντας τα 6,7 δισ. δολάρια, με τις Βρυξέλλες να επιβάλουν πρόστιμα - ρεκόρ 4,1 δισ. δολαρίων, ποσό σχεδόν δεκαπλάσιο σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2015. Στον αντίποδα, τα πρόστιμα που επέβαλαν οι αρχές των ΗΠΑ υποχώρησαν σημαντικά το 2016, στα 386 εκατ. δολάρια, από 2,85 δισ. της προηγούμενης χρονιάς, σύμφωνα με έρευνα της Allen & Overy. [SID:11156407]