Υπερδιπλασιασμός μερικής απασχόλησης στη δεκαετία
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την περίοδο 2005-2015 στην αγορά εργασίας
ΗΕλλάδα και η Σλοβακία παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στις μορφές μερικής απασχόλησης την περίοδο 20102015, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat στη χώρα μας το ποσοστό από 4,7% που ήταν το 2005 εκτινάχθηκε στο 9,3% το 2015, ενώ υπερδιπλασιαμός του ποσοστού μερικής απασχόλησης καταγράφεται και στη Σλοβακία στην οποία το αντίστοιχο ποσοστό από 2,4% (2005) ανήλθε στο 5,7% (2015). Τα στοιχεία αφορούν το σύνολο των εργαζομένων κάθε χώρας και όχι μόνο στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Επισημαίνεται ότι στη χώρα μας το ποσοστό της μερικής απασχόλησης για το 2016 αυξήθηκε ακόμη περισσότερο και ανήλθε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο 9,9% του συνόλου των απασχολουμένων ηλικίας 20-64 ετών. Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης ανά τρίμηνο για το 2016 ήταν: α’ τρίμηνο 9,8%, β’ τρίμηνο 9,8%, γ’ τρίμηνο 9,7% και δ’ τρίμηνο 10,3%.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2017 το ποσοστό των εργαζομένων με μερική απασχόληση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο και ανήλθε στο 10,5%. Σε απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με το στατιστικό δείγμα των τριμηνιαίων ερευνών της ΕΛΣΤΑΤ, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σε 385.200 άτομα.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Eurostat, η διάκριση μεταξύ πλήρους εργασίας και μερικής απασχόλησης γενικά βασίζεται σε αυθόρμητη απάντηση από τον ερωτώμενο. Οι κυριότερες εξαιρέσεις είναι οι Κάτω Χώρες και η Ισλανδία, όπου εφαρμόζεται κατώτατο όριο 35 ωρών, στη Σουηδία όπου ισχύει κατώτατο όριο για τους αυτοαπασχολούμενους, και στη Νορβηγία, όπου ερωτώνται άτομα που εργάζονται μεταξύ 32 και 36 ωρών εάν πρόκειται για πλήρη ή μερική απασχόληση θέση. Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι την περίοδο 2010 - 2015 η αύξηση της μερικής απασχόλησης δεν αποτέλεσε χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής αγοράς εργασίας, αλλά ήταν η κυρίαρχη τάση σχεδόν στις περισσότερες χώρες.
Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού της Ε.Ε.-28 στην ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών, που αναφέρει ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν μερικής απασχόλησης, αυξήθηκε σταθερά από 16,5% το 2005 σε 19% έως το 2015. Μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων με μερική απασχόληση το 2015 ήταν στην Ολλανδία (46,9%) και ακολουθούν χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ιρλανδία και η Δανία, όπου η μερική απασχόληση αντιστοιχούσε σε κάθε περίπτωση πάνω από το ένα πέμπτο των απασχολουμένων.
Αντίθετα, η μερική απασχόληση ήταν σχετικά ασυνήθιστη στη Βουλγαρία (2,2% των απα- σχολουμένων), καθώς και στην Τσεχική Δημοκρατία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία και την Κροατία (μεταξύ 5,2% και 5,9%).
Η συχνότητα της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών και οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων είναι εξαιρετικά σημαντικές. Συγκεκριμένα το ένα τρίτο (31,5%) των γυναικών ηλικίας 20-64 ετών που απασχολούνταν στην Ε.Ε. των 28 εργάστηκε με μερική απασχόληση το 2015, ποσοστό πολύ μεγα- λύτερο, σχεδόν τετραπλάσιο, από το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες (8,2%).
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Το 2015, το ποσοστό των εργαζομένων ηλικίας 20-64 ετών στην Ε.Ε.-28 με σύμβαση περιορισμένης διάρκειας (απασχόληση ορισμένου χρόνου) ήταν 11,1%, ενώ στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 7,9%.
Τα υψηλότερα ποσοστά συμβάσεων ορισμένου χρόνου καταγράφηκαν στην Πολωνία, στην οποία περισσότεροι από ένας στους πέντε εργαζόμενους, δηλαδή ποσοστό 21,9% επί του συνόλου των απασχολουμένων δούλευαν με τέτοιες συμβάσεις, ενώ η χώρα με τα αμέσως υψηλότερο ποσοστό ήταν η Ισπανία, στην οποία το 20,7% των εργαζομένων είχαν προσωρινή σύμβαση εργασίας.
Μεταξύ των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε.-28 το μερίδιο των εργαζομένων σε σύμβαση περιορισμένης διάρκειας κυμάνθηκε από 18,3% στην Πορτογαλία σε 1,8% στη Λιθουανία και 1,0% στη Ρουμανία. Το σημαντικό εύρος της τάσης για χρήση συμβάσεων περιορισμένης διάρκειας μεταξύ των κρατώνμελών της Ε.Ε. μπορεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να αντανακλά τις εθνικές πρακτικές, την προσφορά και ζήτηση εργασίας, τις εκτιμήσεις των εργοδοτών σχετικά με τη δυνητική ανάπτυξη ή συρρίκνωση της οικονομίας, καθώς και την ευκολία με την οποία μπορούν να προσλαμβάνουν ή να απολύουν οι εργοδότες. [SID:11218941]