Ποιος θα κάνει τη διαπραγμάτευση του '18;
Όλη λοιπόν αυτή η σειρά συζητήσεων και αντιπαραθέσεων γύρω από την «έξοδο στις αγορές», ή πάλι τις τοποθετήσεις ΔΝΤ και ΕΚΤ γύρω από τη συνέχεια της ελληνικής υπόθεσης, ενώ φαίνεται τεχνική στο περιεχόμενό της, είναι -θαρρούμε- προάγγελος μιας απόλυτα πολιτικής αναζήτησης. Και είναι αυτή το ποιος και πώς θα κάνει τη διαπραγμάτευση του 2018. Την προσέγγιση, δηλαδή, προς την ολοκλήρωση του τωρινού Προγράμματος Προσαρμογής, κωδικά γνωστού σε όλους μας ως Μνημονίου-3, και του προσδιορισμού του καθεστώτος που θα ισχύσει για την ελληνική οικονομία μετά τον Αύγουστο του 2018. Στην πραγματικότητα, όχι τις πολιτικές προθέσεις ή τους ευσεβείς πόθους που εύκολα βαφτίζονται στην ωραία μας χώρα «σχεδιασμοί».
Βέβαια, εδώ χρειάζεται κανείς να θυμάται ότι ήδη βρισκόμαστε με συμφωνημένα -σε επίπεδο Eurogroup, με την κατάληξη του Ιουλίου 2017- δύο τουλάχιστον στοιχεία του «μετά το 2018»: 1% του ΑΕΠ σε περικοπές από το Ασφαλιστικό (2019), 1% από αυξήσεις φόρων με μείωση του αφορολόγητου (2020). Αυτά είναι, αν θέλει να είναι κανείς ειλικρινής, το Μνημόνιο-3,5 ή -3+, που ήδη το ‘χουμε μπροστά μας.
Όμως, η συνολική ισορροπία της απόφασης με την οποία προσήλθε, επισήμως, την περασμένη βδομάδα το ΔΝΤ στο Ελληνικό Πρόγραμμα, ήδη με το αίτημα/απαίτηση να έρθει προς το 2019 η συμφωνημένη για το 2020 μείωση του αφορολόγητου, αλλά και να μείνουν γι’ αργότερα (για μετά τη λήξη της φάσης των, επίσης συμφωνημένων, πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 3,5%, δηλαδή 2022) τα με τόση -μας λένε- προσπάθεια αποδεκτά «αντίμετρα» κοι- νωνικού χαρακτήρα θα ‘πρεπε να έχει χτυπήσει καμπανάκι.
Θα παρακαλούσαμε τον αναγνώστη να μη σπεύσει να πει το τόσο γνωστό «έτσι είναι το ΔΝΤ, πάντα μαξιμαλίζει». (Αν, δε, τύχει και ο εν λόγω αναγνώστης είναι ευρωπαϊστής, φοβούμεθα ότι θα πει «εμπρός να δημιουργηθεί το ΕΝΤ, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο», επικαλούμενο και την ανάλογη άποψη/προσδοκία Προκόπη Παυλόπουλου που απηχεί τη λογική «ό,τι το ευρωπαϊκό, καλύτερο θα ‘ναι»). Γιατί, για παράδειγμα, το Ταμείο στην πρόσφατη τοποθέτησή του, όπως επανέλαβε την πάγια αλήθεια ότι το ελληνικό χρέος είναι και παραμένει «εξαιρετικά μηβιώσιμο», συνέδεσε τη συμβολική χρηματοδοτική συμμετοχή του 1,6 δισ. ευρώ με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή με την προσέλκυση των Ευρωπαίων «εταίρων» σε μιαν ουσιώδη διευθέτηση του χρέους όπως κι αν αυτή βαφτιστεί. Δηλαδή το ΔΝΤ ξαναδίνει τον (μόνο διαθέσιμο, στην ουσία!) μοχλό στην κυβέρνηση προκειμένου να επανέλθει στην ανάγκη επανασυζήτησης του χρέους όταν οι «εταίροι» (δηλαδή ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) θα έχουν προσπεράσει τις θεσμικές δυσκαμψίες τους (δηλαδή ο Β.Σ. θα έχει λάβει τα ψηφαλάκια του).
Γιατί όμως ξεκινήσαμε θέτοντας το ερώτημα «ποιος θα διαπραγματευθεί το 2018»; Η τοποθέτηση του ΔΝΤ, που πήγε να περάσει στα ψιλά, μεσοκαλόκαιρα και με το τεχνητό σασπένς της «εξόδου στις αγορές», είχε μιαν άλλη κομβικής σημασίας παρατήρηση/παρέμβαση: την ανακίνηση του βάλτου των «κόκκινων» δανείων. Και τούτο υπό δύο γωνιές: Πρώτον, την πιο κοντινή στον