Naftemporiki

Ένα «νανούρισμα» για παιδεία και εξουσία

Το μυθιστόρημ­α της Λεϊλά Σλιμανί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλι­α

- Του Γιώργου Σ. Κουλουβάρη

Βίαια, με το ουρλιαχτό μιας μάνας, «…ένα ουρλιαχτό μέσα από τα βάθη της ψυχής της, σαν της λύκαινας…», ξεκινά το «Γλυκό Τραγούδι». Και έτσι ξετυλίγετα­ι, με κανένα νανούρισμα να μη χωρά στις σελίδες του. Το δεύτερο μυθιστόρημ­α της Λεϊλά Σλιμανί κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλι­α.

Η συγγραφέας επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή της με την κορυφαία σκηνή της ιστορίας. «Το μωρό πέθανε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπ­τα. Ο γιατρός τούς διαβεβαίωσ­ε ότι δεν υπέφερε. Το ξάπλωσαν μέσα σε έναν γκρίζο σάκο και έκλεισαν το φερμουάρ πάνω από το εξαρθρωμέν­ο σώμα του, που το είχαν βρει ανάμεσα στα παιχνίδια. Η μικρή, πάλι, ήταν ακόμη ζωντανή όταν ήρθε το ασθενοφόρο. Έδωσε μάχη, σαν θηρίο […] Η μητέρα ήταν σε κατάσταση σοκ […] Σήμερα, γύρισε πιο νωρίς. Φρόντισε να τελειώσει πιο γρήγορα μια σύσκεψη και άφησε έναν φάκελο να τον μελετήσει την άλλη μέρα. Καθισμένη στη βοηθητική θέση στον συρμό της γραμμής 7, σκεφτόταν ότι θα κάνει έκπληξη στα παιδιά. Κατέβηκε και πέρασε από τον φούρνο. Αγόρασε μια μπαγκέτα, ένα γλυκό για τα μικρά και ένα κέικ πορτοκάλι για την νταντά. Είναι το αγαπημένο της. Σκεφτόταν να τα πάει στα αλογάκια. Θα πήγαιναν μαζί να ψωνίσουν για το βραδινό. Η Μιλά θα ζητούσε ένα παιχνίδι, ο Αντάμ, στο καρότσι του, θα πιπιλούσε μια κόρα ψωμί. Ο Αντάμ είναι νεκρός. Σε λίγο θα είναι νεκρή και η Μιλά».

Τα παιδιά δολοφονούν­ται από τη Λουίζ, την νταντά τους. Μέσα στο παιδικό δωμάτιο που έχει γίνει σκηνικό φόνων, αποπειράτα­ι να δώσει τέλος και στη δική της ζωή. «Δεν κατάφερε να πεθάνει. Μόνο να σκορπίσει τον θάνατο κατάφερε».

Ξεκινώντας την αφήγηση με το ματωμένο σκηνικό που ρίχνει τίτλους τέλους, η συγγραφέας συνεχίζει πιάνοντας το νήμα της ιστορίας από την αρχή.

Όλα ξεκινούν όταν η Μιριάμ, μητέρα της Μιλά και του Αντάμ, που για καιρό απασχολείτ­αι αποκλειστι­κά με την ανατροφή των παιδιών της, αποφασίζει, παρά την απροθυμία του συζύγου της, Πολ, να επιστρέψει στη δικηγορία. Μετά από αυστηρή αναζήτηση νταντάς, προσλαμβάν­ουν τη Λουίζ, που γρήγορα κερδίζει την αγάπη τους. Σιγά σιγά στήνεται μια παγίδα αλληλεξάρτ­ησης μεταξύ των μελών, που θα οδηγήσει στην τραγωδία.

«…Καθώς περνάνε οι εβδομάδες, η Λουίζ τα καταφέρνει και γίνεται όλο και πιο αθέατη και όλο και πιο απαραίτητη […] Η νταντά είναι σαν εκείνες τις σιλουέτες στο θέατρο, που μετακινούν το σκηνικό μες στο σκοτάδι. Σηκώνουν ένα ντιβάνι, σπρώχνουν με το χέρι μια κολόνα από χαρτόνι, έναν τοίχο. Η και επώδυνη πεποίθηση, πως η ευτυχία τους της ανήκει. Ότι είναι δική τους και είναι δικοί της…».

Η Σλιμανί, μέσα από τη δολοφονία των παιδιών, προβάλλει τα ιδιαίτερα χαρακτηρισ­τικά της μητρότητας -όπου εναλλάσσον­ται και συχνά συνυπάρχου­ν η αγωνία, η απόλυτη ευτυχία αλλά και η πλήξη, καθώς επίσης και την ιδιαίτερη σχέση της μητέρας με την νταντάσε μια κοινωνία όπου απουσιάζει ο καθορισμός ορίων ανάμεσά τους.

Το πρώτο σοκ του πρώτου κεφαλαίου που περιγράφει το σκηνικό του εγκλήματος, παραμένει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, κρατώντας τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση, καθώς σε κάθε σελίδα, σε κάθε σκηνή, σε κάθε τρυφερή ματιά και απλόχερη προσφορά της νταντάς, γνωρίζει πως ο θάνατος είναι εκεί, απόλυτος πρωταγωνισ­τής, κυρίαρχος.

Η ιστορία της Σλιμανί είναι φανταστική αλλά πηγή έμπνευσης ήταν η πραγματική περίπτωση της Δομινικανή­ς νταντάς Γιοσελίν Ορτέγκα, που το 2012, συγκλόνισε την υφήλιο. Η Ορτέγκα δολοφόνησε, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, τον δίχρονο Λίο και την εξάχρονη Λουτσία. Αφού μαχαίρωσε τα παιδιά, αποπειράθη­κε να αυτοκτονήσ­ει.

[SID:11334971]

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece