Οι νέες συνθήκες έφεραν αλλαγές και στις συνήθειες των επενδυτών
Οι αγορές προπορεύονται των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών
Πολλές φορές οι αγορές, δηλαδή το επενδυτικό κοινό, βρίσκεται πιο μπροστά από τους καθ’ ύλην αρμόδιους αναφορικά με τα θεμελιώδη κάθε οικονομίας. Δηλαδή, τα μέλη των συμβουλίων των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών που παίρνουν αποφάσεις επί της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών που εποπτεύουν σε οικονομίες με βαρύτητα στην πορεία της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Τον φετινό Σεπτέμβριο «μίλησαν» όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, με πρώτη και καλύτερη την ΕΚΤ. Άφησε τα επιτόκια αμετάβλητα και υπαινίχθηκε πως θα μειώσει τον μηνιαίο βηματισμό της στις αγορές αξιών του ευρώ, το γνωστό QE, που αποφασίστηκε για να αναζωπυρωθεί η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη. Η ανάπτυξη που έχει επιτευχθεί με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θεωρήθηκε ικανοποιητική, καθώς η γερμανική οικονομία βρίσκεται στα καλύτερά της, αλλά οι πληθωριστικές πιέσεις παρέμειναν αδύναμες.
Στις ΗΠΑ η Fed υποσχέθηκε μια ακόμα αύξηση των βασικών της επιτοκίων τον Δεκέμβριο και άλλες τρεις το 2018. Ωστόσο, όταν η πρόεδρος Τζάνετ Γέλεν χρειάστηκε να αναφερθεί στις πληθωριστικές πιέσεις, που επίσης ήταν αδύναμες παρά την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, χρησιμοποίησε τη λέξη «μυστήριο». Γιατί ήταν αξίωμα για τους οικονομολόγους το φαινόμενο της ανόδου των τιμών καταναλωτή όταν η απασχόληση ανέβαινε σε επίπεδα ρεκόρ. Γιατί προκαλείτο άνοδος στις αμοιβές των εργαζόμενων, που περνούσε σταδιακά στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Στην Ιαπωνία, η Κεντρική Τράπεζα παρέμεινε πιστή στο πρόγραμμα αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων, για να ξεφύγει η οικονομία από τον στραγγαλιστικό στασιμοπληθωρισμό, έχοντας πετύχει λίγα στο μέτωπο των πληθωριστικών πιέσεων αλλά αρκετά σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Το μυστήριο του πληθωρισμού
Οι αξιωματούχοι της Federal Reserve με διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον πληθωρισμό ανέπτυξαν την Παρασκευή το ζήτημα που αντιμετώπισαν. Νομίζουμε ότι εστιάζεται στην εκτίμηση, αν η πρόσφατη πτώση στον ρυθμό της ανόδου των τιμών είναι ασήμαντη ή είναι αποτέλεσμα παγκόσμιων δυνάμεων, που θα μπορούσαν να απορρίψουν οριστικά τους υπολογισμούς της Fed, για τη μελλοντική της πολιτική.
Η κατάληξη αυτής της συζήτησης θα είναι κρίσιμη για το κατά πόσον η Fed θα προχωρήσει με την αναμενόμενη αύξηση του επιτοκίου τον Δεκέμβριο και με περισσότερες αυξήσεις το επόμενο έτος ή θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το «μυστήριο» του πληθωρισμού αποτελεί ένδειξη αλλαγής στον τρόπο καθορισμού των τιμών παγκόσμια. Έχει επίσης κεντρική θέση για ένα ζήτημα ευρείας πολιτικής και οικονομικής σημασίας: πόσο χαμηλά χρειάζεται να πέσει το ποσοστό ανεργίας, πριν αρχίσουν να αυξάνονται οι μισθοί και ο ανταγωνισμός για τα αγαθά θα αρχίζει να ωθεί τις αυξήσεις των τιμών σε επίπεδα δυσάρεστα για την οικονομική δραστηριότητα.
Ο πρόεδρος της Fed του Ντάλας δήλωσε ότι είναι πεπεισμένος ότι άλλες δυνάμεις λειτουργούν. Μπορεί να υπάρχουν παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, είπε, ή η τεχνολογία, που δίνουν στους καταναλωτές περισσότερη δύναμη στον καθορισμό των τιμών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, είπε, η Fed θα μπορούσε ενδεχομένως να αφήσει την ανεργία να μειωθεί περαιτέρω, χωρίς να ανησυχούμε για την πιθανότητα ο πληθωρισμός να αυξηθεί πολύ γρήγορα.
Οι πιο πρόσφατες προβλέψεις της Fed έδειξαν μια σταθερή πλειοψηφία των αρμοδίων που προτίθενται να αυξήσουν τα επιτόκια τον Δεκέμβριο. Αλλά η διαδρομή από εκεί και πέρα είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Ορισμένοι αξιωματούχοι εξακολουθούν να αναμένουν την εμφάνιση της παραδοσιακής δυναμικής αν η ανεργία παραμείνει χαμηλή και επίσης υποστηρίζουν, ότι θα ήταν χειρότερο για τους εργαζόμενους αν η Fed χρειαστεί αργότερα να αυξήσει τα επιτόκια ταχύτερα.
Οι αντιρρήσεις
«Ένα τρισεκατομμύριο εδώ, ένα τρισεκατομμύριο εκεί, πολύ σύντομα, αρχίζουμε να αναφερόμαστε σε πραγματικά χρήματα», σημείωσε ο Dr Ed Yardeni παραφράζοντας μια ρήση που αποδόθηκε στον Everett Driksen, ένα πολιτικό από το Ιλινόις με δράση από το 1933 έως το 1969, που, αναφερόμενος σε δισεκατομμύρια τότε, αναγνώρισε ότι οι συνήθειες των κυβερνήσεων στον τομέα των δαπανών μετατράπηκαν σε… ψυχαναγκαστική διαταραχή.
Είναι τα χρήματα που οι δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές σε όλο τον κόσμο έχουν ξοδέψει για να κρατήσουν την οικονομική δραστηριότητα του πλανήτη εκτός της καταστροφικής απραξίας. Σίγουρα αυτό έχει στοιχειώσει τις σκέψεις των συντηρητικά τοποθετημένων ανθρώπων και της στήλης. Ωστόσο, οι αναλύσεις για τις αγορές δεν έχουν βάση τον διαχωρισμό του ορθού εναντίον του λάθους. Σχετίζονται με την αναγνώριση και την εκτίμηση της ισχύος της τάσης για άνοδο των τιμών των αξιών, εναντίον της διάθεσης για ξεπούλημα κάποιων assets και αναζήτηση ασφαλών επενδυτικών λιμένων. Μέχρι στιγμής, οι πολιτικές με τα τρισεκατομμύρια σχημάτισαν… «πληθωριστικές πιέσεις» για τις τιμές των αξιών υψηλού κινδύνου. Αυτό κατέστη δυνατό επειδή ισχυρές δομικές δυνάμεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έχουν σχηματίσει μια «τάπα» στον πληθωρισμό των τιμών, ώστε μεγάλο μέρος των τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε δαπάνες έχει οδηγήσει σε πληθωρισμό των περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, είναι κάπως ενοχλητικό να διαπιστώσουμε ότι παρά τα όσα έκαναν για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, που ήταν πιθανώς ο κύριος στόχος τους, οι αρμόδιοι των τρισεκατομμυρίων δεν έδωσαν μια αντίστοιχη αξία ανά δολάριο, ευρώ, γιεν και γιουάν, όπως αναμενόταν.
Οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες επιβαρύνθηκαν με τα προγράμματα QE ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, τα περιουσιακά στοιχεία της ΕΚΤ, της BOJ και της Fed ήταν σε ρεκόρ ύψους 5,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, 4,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και 4,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων αντίστοιχα. Το ποσό αυτό ανήλθε στο ρεκόρ των 14,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αυξημένο κατά 249,5% ή κατά 10,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, από τον Αύγουστο του 2008.
Έχουν καταφέρει να τονώσουν την ανάπτυξη που παρέπαιε στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Μέχρι στιγμής, έχουν αποτρέψει μια νέα οικονομική κρίση. Έχουν απογοητευτεί από την προσπάθειά τους να ενισχύσουν τα ποσοστά του πληθωρισμού τους στον στόχο του 2%. Ο δείκτης του δομικού πληθωρισμού ΔΤΚ για τις βιομηχανικές οικονομίες του G7 ήταν χαμηλότερος από αυτόν τον στόχο και κυμαίνεται γύρω στο 1,5% από τα τέλη του 2011.
Οι αγορές δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν αυτή την «αποτυχία» ως σοβαρό πρόβλημα. Ωστόσο, οι κεντρικοί τραπεζίτες τη βλέπουν ως τέτοια.
Διατηρούν την εξαιρετικά διευκολυντική νομισματική πολιτική τους, αν και υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι οι οικονομίες τους δεν το χρειάζονται.
Οι βασικοί δικαιούχοι όλων αυτών εξακολουθούν να είναι οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών MSCI (σε δολάρια ΗΠΑ) συνεχίζει να αυξάνεται σε ρεκόρ υψηλών.
[SID:11357058]