Αναβάθμιση της Ελλάδας από την S&P
Ο οίκος αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στο «Β» από «Β-», διατηρώντας θετική την προοπτική
Επιβεβαιώθηκε, αλλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, η εκτίμηση της αγοράς ότι χθες η S&P θα αναβάθμιζε τη χώρα, με τον οίκο να αξιολογεί πλέον την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο «Β» από «Β-», διατηρώντας θετική την προοπτική (outllok). Ο οίκος επισημαίνει ότι η θετική προοπτική μάλιστα αφορά και σε επικείμενη αναβάθμιση, καθώς το οικονομικό και πολιτικό κλίμα δείχνει βελτιωμένο.
Σύμφωνα με την S&P, ο οίκος δύναται να εξετάσει την εκ νέου αναβάθμιση αν κατά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα στήριξης η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα για την «προχρηματοδότηση» των δανειακών της υποχρεώσεων. Επίσης παράγοντες για περαιτέρω αναβάθμιση θεωρούνται:
Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και η προβλεψιμότητα της πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα.
Η έγκριση πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Η περαιτέρω πρόσβαση στις αγορές χρήματος επιχειρήσεων και τραπεζών
Η μείωση της εξάρτησης του τραπεζικού συστήματος από βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση
Η αύξηση των εξαγωγών που θα οδηγούσε σε αυξημένα πλεονάσματα.
Ο οίκος αναφέρει ότι η χθεσινή αναβάθμιση αντανακλά τα σταθερά βελτιωμένα δημοσιονομικά της χώρας και τη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών προοπτικών. Μάλιστα, εκτιμά αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2% το 2018. Επίσης θεωρεί θετικό το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού, αν και το χρέος είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Πάντως, η S&P εκτιμά ότι οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας πιθανότατα θα ανακοινώσουν περαιτέρω μέτρα μείωσης του χρέους και προσωρινό αποθεματικό ρευστότητας όταν η Ελλάδα εγκαταλείψει το πρόγραμμα τον Αύγουστο 2018. Έτσι, ένα πλαίσιο επιτήρησης μετά το πρόγραμμα είναι πιθανό.
Εκτιμά ακόμη ότι η οικονομία θα κινηθεί ανοδικά κατά μέσο όρο κατά 2,4% κατά τη διάρκεια του 2018-2021, εκτίμηση που θα να φέρει το πραγματικό ΑΕΠ σε ευρώ στο επίπεδο του 2002. Η δε πολιτική αβεβαιότητα έχει πλέον υποχωρήσει πολύ μετά το 2015.
Προβλέπει ακόμη ότι το χρέος γενικής κυβέρνησης θα ξεκινήσει να μειώνεται από το 2019, τόσο σε ονομαστικούς όρους όσο και σε σχέση με το ΑΕΠ, φτάνοντας στο 154% του ΑΕΠ το 2021 από 178% το 2017.
Σύμφωνα ακόμη με τον οίκο, παρατηρείται μια έντονη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει θετικά για περαιτέρω έκδοση ομολόγων, καθώς η χώρα εξέρχεται από το πρόγραμμα και επιδιώκει να ενισχύσει τα ταμειακά διαθέσιμα για να καλύψει τις οφειλές που λήγουν τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος ότι ένα μεγάλο αποθεματικό μετρητών θα μπορούσε να προκαλέσει εφησυχασμό. Ταυτόχρονα θα μείωνε τους κινδύνους για την εξυπηρέτηση του χρέους τα επόμενα χρόνια. Με βάση το τρέχον χρονοδιάγραμμα, οι αποπληρωμές θα κορυφωθούν στα 11,7 δισ. ευρώ το 2019 (6% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) και 2,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021.
Οι τράπεζες
Η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ μειώθηκε στο ήμισυ το 2017, αλλά μεγάλο μέρος της παραμένει βραχυπρόθεσμη. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει σε μειονεκτική θέση, αλλά δεν θεωρεί ο οίκος ως επικείμενη ζήτημα νέας ανακεφαλαιοποίησης. Αναφέρει ακόμη ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE) εξακολουθούν να αποτελούν το ήμισυ περίπου των δανείων σε όλη τη χώρα, παρά ότι πρόσφατες απομειώσεις. Έχουν ήδη ξεκινήσει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των NPE, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της εξωδικαστικής διευθέτησης, της ανάπτυξης μιας δευτερογενούς αγοράς δανείων και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Πιστεύει, ωστόσο, ότι οι διαγραφές είναι πιθανό να παραμείνουν η βασικότερη ενέργεια στη μείωση των NPE.
[SID:11619201]