Αντικίνητρα με κόστος τη μείωση μεριδίων της εγχώριας παραγωγής
Πολλά ελληνικά brands εμφανίζουν καλές επιδόσεις στις νέες απαιτήσεις και τάσεις της αγοράς κοσμημάτων, αλλά στο σύνολό της η εγχώρια αγορά δεν φαίνεται να απολαμβάνει οφέλη από την εξαγωγική δραστηριότητα και τις καλές προοπτικές. Έτσι το ελληνικό κόσμημα, αν και φημισμένο σε όλο τον κόσμο, με αγοραστές ξένους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας, δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις προκλήσεις της εποχής. Με εξαίρεση εδραιωμένους οίκους (π.χ. Zolotas, ilias LALAoUNIS κ.ά.) που αναπτύχθηκαν εδώ και πάνω από μισό αιώνα και πλέον διοικούνται από τις επόμενες γενιές των δημιουργών τους, στην ελληνική βιομηχανία κοσμημάτων δεν έχει ιδρυθεί αξιόλογος αριθμός εταιρειών με αντίστοιχη δυναμική, ενώ διαπιστώνεται και αδυναμία των παραδοσιακών κατασκευαστών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας γενιάς καταναλωτών.
Παράλληλα, στην αγορά παρατηρούνται μεγάλης έκτασης εισαγωγές απομιμήσεων από χώρες χαμηλού κόστους (όπως η Τουρκία και η Κίνα), λαθραίες εισαγωγές, παρεμπόριο, εγκληματικότητα, ενώ η ελληνική παραγωγή χάνει ανταγωνιστικότητα και από τα φορολογικά βάρη που καλείται να σηκώσει - μεταξύ άλλων, οι βιοτεχνίες αργυροχρυσοχοΐας υποχρεούνται να προπληρώνουν τον ΦΠΑ με την αγορά της πρώτης ύλης. Με βάση στοιχεία και συγκλίνουσες εκτιμήσεις φορέων της αγοράς κοσμήματος, στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 2.300 επιχειρήσεις αργυροχρυσοχοΐας, 7.500 επιχειρήσεις πώλησης κοσμημάτων αργυροχρυσοχοΐας και απασχολούνται 40.000 εργαζόμενοι άμεσα και έμμεσα. Το μερίδιο των κοσμημάτων ελληνικής παραγωγής στην αγορά βαίνει συρρικνούμενο αποτελώντας περίπου το 40% του συνόλου, με το υπόλοιπο 60% να επιμερίζεται στα κοσμήματα εισαγωγής, νομίμως και μη.
M