Καπιταλισμός τύπου «παίξε ή πλήρωσε»
Όταν ηγήθηκα της μελέτης της βρετανικής κυβέρνησης για την αντιμικροβιακή αντοχή (Review on Antimicrobial Resistance, AMR) από το 2014 έως το 2016, προτείναμε διαφόρους τρόπους για τη χρηματοδότηση μιας ανταμοιβής εισόδου στην αγορά από παρασκευαστές φαρμάκων που αναπτύσσουν νέα αντιβιοτικά και εμβόλια. Με αυτόν το σκοπό, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις μας ήταν αυτή που αποκαλούσαμε «παίξε ή πλήρωσε» (pay or play): Μια «δεξαμενή» 12 δισ. δολαρίων θα χρηματοδοτείτο από μια πρόσθετη επιβάρυνση επί των συνολικών πωλήσεων εκείνων των φαρμακευτικών εταιρειών που δεν ανέπτυσσαν νέα φάρμακα.
Υιοθέτησα αυτή την ιδέα όταν έμαθα ότι πολλές κορυφαίες φαρμακευτικές εταιρείες συχνά διαχειρίζονται τις επιδόσεις τους ως προς τον λόγο τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (Ρ/Ε) με την επαναγορά ιδίων μετοχών, μειώνοντας έτσι τον αριθμό των μετοχών σε κυκλοφορία στην αγορά. Και παρόλο που πολλοί στη φαρμακευτική βιομηχανία θα έλεγαν ότι υπάρχει μικρή διαφορά μεταξύ αυτού και της καταβολής μερίσματος, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω.
Μια καταβολή μερίσματος είναι προς άμεσο όφελος όλων των μετόχων, ενώ οι επαναγορές μετοχών συνεπάγονται άμεσο όφελος μόνο προς τα ανώτατα στελέχη της εταιρείας. Ναι, στη θεωρία, εάν οι επαναγορές συμβάλλουν στην ενίσχυση του λόγου Ρ/Ε, αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει εν γένει τους μετόχους, εφόσον πάνε όλα κατ’ ευχήν. Εάν όμως οι φαρμακευτικές εταιρείες χρησιμοποιούν τις επαναγορές μετοχών για να ενισχύσουν τις αποζημιώσεις των στελεχών, αποφεύγοντας επενδύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολύ μεγαλύτερα κοινωνικά οφέλη, τότε κάτι πηγαίνει στραβά.
Από τότε που κατέθεσα την πρόταση «παίξε ή πλήρωσε» για τη φαρμακευτική βιομηχανία άρχισα να πιστεύω ότι η ίδια αρχή θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευρέω ς στον επιχειρηματικό τομέα. Ο Λάρι Φινκ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού BlackRock, ίσως να συμφωνήσει. Σε μια εποχή που πολλοί άνθρωποι αμφισβητούν το εάν η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, ο Φινκ κάλεσε όλες τις εταιρείες να κάνουν περισσότερα ώστε να έχουν «θετική συνεισφορά στην κοινωνία».
Κατά την άποψή μου, όλες οι επιχειρήσεις, ειδικά όσες είναι εισηγμένες, χρειάζεται να υιοθετήσουν την αρχή του πεφωτισμένου προσωπικού συμφέροντος και να παραδεχτούν
$ότι μια υγιής κοινωνία μακροπρόθεσμα είναι καλύτερη για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Μέχρις ότου όμως να το κάνουν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται πώς προγράμματα τύπου «παίξε ή πλήρωσε» θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της ολοένα και μεγαλύτερης λαϊκής δυσαρέσκειας εναντίον ενός επιχειρηματικού κλάδου όπου μόνο οι insiders φαίνεται να επωφελούνται από την αύξηση των κερδών.
Εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν ελάχιστοι τομείς όπου προγράμματα τύπου «παίξε ή πλήρωσε» θα μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμα. Για παράδειγμα, πολλές εταιρείες οργανώνουν τώρα τις υποθέσεις τους με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφύγουν την καταβολή εταιρικών φόρων στη Βρετανία, παρότι δραστηριοποιούνται εκεί. Άρα, γιατί να μην αντικαταστήσουμε τον φόρο στα ανακοινωθέντα κέρδη H Γερμανία, όπου περίπου το 20% των ομοσπονδιακών κονδυλίων για την παιδεία χρηματοδοτείται από γερμανικές επιχειρήσεις, που αφιερώνουν χρήματα για επαγγελματική κατάρτιση, έχει εδραιώσει ένα καλό μοντέλο προς μίμηση.
με έναν φόρο «παίξε ή πλήρωσε» σε ποσοστό επί των συνολικών τους πωλήσεων;
Ένα δεύτερο πρόβλημα στη Βρετανία είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Όταν υπηρετούσα ως υφυπουργός Εμπορίου το 2015-2016, οι επικεφαλής επιχειρήσεων επικαλούνταν συχνά αυτό το έλλειμμα σαν να περίμεναν ότι η κυβέρνηση θα είναι ο μοναδικός φορέας παροχής προγραμμάτων επιμόρφωσης. Δεν έχουν όμως και οι επιχειρήσεις το καθήκον να εκπαιδεύουν το εργατικό δυναμικό από το οποίο προσλαμβάνουν;
Ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον άρχισε να αντιμετωπίζει το ζήτημα επιβάλλοντας έναν «φόρο δεξιοτήτων» σε επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν ξένους εργαζομένους και με τα έσοδα να αφιερώνονται στη χρηματοδότηση προγραμμάτων επιμόρφωσης εργαζομένων. Αυτή η εκδοχή ενός προγράμματος «παίξε ή πλήρωσε» χρειάζεται πλέον να επεκταθεί, ώστε να έχει αντίκτυπο με διάρκεια.
H Γερμανία, όπου περίπου το 20% των ομοσπονδιακών κονδυλίων για την παιδεία χρηματοδοτείται από γερμανικές επιχειρήσεις, που αφιερώνουν χρήματα για επαγγελματική κατάρτιση, έχει εδραιώσει ένα καλό μοντέλο προς μίμηση. Δεν θα ήταν και τόσο μεγάλη θυσία να ζητηθεί από τις βρετανικές επιχειρήσεις να κάνουν κάτι παρόμοιο, ειδικά εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι είναι προς το δικό τους συμφέρον.
Μια τρίτη πρόκληση στη Βρετανία είναι τα συνταξιοδοτικά ελλείμματα που προέρχονται από επιχειρήσεις που χρεοκοπούν. Για παράδειγμα, όταν η Carillion -από τους μεγαλύτερους εργολάβους της κυβέρνησηςυπέβαλε πρόσφατα αίτημα να τεθεί υπό καθεστώς πτώχευσης, αποκάλυψε ότι είχε συνταξιοδοτικό έλλειμμα 590 εκατ. στερλινών (826 εκατ. δολάρια), παρότι κατέβαλλε γενναιόδωρα μερίσματα τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, οι επιχειρήσεις πρέπει να καθίστανται περισσότερο υπόλογες. Εκείνες που δεν καταφέρνουν να κρατούν τα συνταξιοδοτικά τους ταμεία στο μαύρο θα πρέπει να συνεισφέρουν σε ένα ταμείο διάσωσης προτού να είναι σε θέση να προχωρήσουν σε επαναγορές μετοχών ή παρόμοια προγράμματα.
Ένας τελευταίος παράγοντας προβληματισμού στη Βρετανία είναι, φυσικά, το Brexit. Είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επιτρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά εκτός κι αν συνεισφέρει για την ελεύθερη κίνηση αγαθών, κεφαλαίου, υπηρεσιών και φυσικών προσώπων. Παρ’ όλα αυτά, η Ε.Ε. ίσως να είναι πιο πρόθυμη να επιτρέψει πρόσβαση στην ενιαία αγορά σε αντάλλαγμα μιας μεγάλης χρέωσης εισόδου. Και ποιος καλύτερος να δώσει τα κεφάλαια από τις μεγάλες βρετανικές επιχειρήσεις που θα επωφεληθούν περισσότερο από τη διατήρηση της πρόσβασης στη γηραιά ήπειρο;
Για να είμαστε ειλικρινείς, η ιδέα δεν θα αρέσει σε πολλούς επικεφαλής επιχειρήσεων. Όμως σε μια εποχή που η κοινή γνώμη είναι ολοένα και πιο επιφυλακτική απέναντι στις επιχειρήσεις, οι διευθύνοντες σύμβουλοι μετά βίας είναι σε θέση να παραπονεθούν για τις συνέπειες που θα έχει το Brexit στα οικονομικά τους αποτελέσματα. Χρειάζεται να διευρύνουν τους ορίζοντές τους, να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους και να έχουν πίστη στην υπόσχεση του πεφωτισμένου προσωπικού συμφέροντος. Πολλές εταιρείες αποφεύγουν την καταβολή εταιρικών φόρων στη Βρετανία, παρότι δραστηριοποιούνται εκεί. Άρα, γιατί να μην αντικαταστήσουμε τον φόρο στα ανακοινωθέντα κέρδη με έναν φόρο «παίξε ή πλήρωσε» σε ποσοστό επί των συνολικών τους πωλήσεων;
[SID:11705360]
Copyright: Project Syndicate, 2018
www.project-syndicate.org