Η δημοσιονομική προσαρμογή στην
Περίπου στο 50% ανέρχεται πλέον η ιδιωτική συμμετοχή στην υγεία από 20%-25% πριν από το πρώτο μνημόνιο - Συνολικές
δαπάνης στη 17ετία. Είναι δε και η περίοδος που η δημόσια δαπάνη φτάνει σε μέσο όρο το ρεκόρ στη συμμετοχή στη συνολική δαπάνη, δηλαδή στο 68%.
Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που και το ελληνικό ΑΕΠ, έχοντας πετύχει ρεκόρ απόδοσης μέχρι το 20082009, δικαιολογεί σε έναν βαθμό και αντίστοιχες υγειονομικές δαπάνες. Συνολικά και με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΟΣΑ, το ΑΕΠ την περίοδο 20002016 φτάνει στα 3,23 τρισ. ευρώ. Με βάση λοιπόν το συνολικό αυτό ποσό, αν μας επιτραπεί να «αθροίσουμε» τα συγκεκριμένα έτη της ελληνικής οικονομίας, οι συνολικές δαπάνες υγείας αντιστοιχούν στο 8,7%, κοντά δηλαδή στον μέσο όρο της δαπάνης των κρατών του ΟΟΣΑ. Κι αυτό διότι υπήρξαν μεν χρονιές που η δαπάνη έφτασε κοντά στο 10%, αλλά αυτές ήταν ελάχιστες.
Αντίστοιχα δε, η δημόσια δαπάνη της 17ετίας αντιστοιχεί στο 5,5% του ΑΕΠ για το σύνολο των ετών. Και πάλι το ποσοστό αυτό δεν είναι -θα έλεγε κανείς- ακραίο. Συνολικά θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες δεν ήταν χαμηλές σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά όχι και τόσο υψηλές ώστε να δικαιολογούν τις εκτιμήσεις ότι επιβάρυναν δραματικά το ελληνικό χρέος και μάλιστα περισσότερο από άλλους τομείς. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, με βάση τα προσωρινά στοιχεία και τις εκτιμήσεις, το 2016 η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 14,6 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 8,5 δισ. ευρώ αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση. Την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής παρατηρείται σημαντική μείωση της συνολικής χρηματοδότησης κατά 32,4%, με μεγαλύτερη όμως υποχώρηση της δημόσιας χρηματοδότησης κατά 42,5%.
Το ιδιαίτερα σημαντικό που εντοπίζεται όμως είναι το εξής: η συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 1.357 ευρώ το 2016, έναντι 2.027 ευρώ το 2009, και πλέον υπολείπεται κατά 909 ευρώ από τον μέσο όρο των νοτίων χωρών. Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας υποχώρησε στην Ελλάδα κατά 43,2% μεταξύ 2009 και 2016, όπου και διαμορφώθηκε στα 789 ευρώ, έναντι αύξησης κατά 19,9% στην Ε.Ε. 23 και ηπιότερης κάμψης στις Νότιες Χώρες κατά 2,4% την ίδια περίοδο.
Φαρμακευτική δαπάνη
Ιδιαίτερα επιβαρυντικές για την τσέπη μας είναι οι διαπιστώσεις του ΙΟΒΕ σχετικά με τις άμεσες πληρωμές των Ελλήνων πολιτών για την αγορά φαρμάκων. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία, το 2017 πληρώσαμε από την τσέπη μας 866 εκατ. ευρώ για να καλύψουμε τη συμμετοχή μας στα φάρμακα, από 760 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ το 2012 ήταν 600 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2017» υπό την επιστημονική επιμέλεια του ΙΟΒΕ και την αρωγή της Επιτροπής Τεκμηρίωσης του ΣΦΕΕ, η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης συμμετοχής των ασθενών) διαμορφώθηκε στα περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2017, παραμένοντας κοντά στα επίπεδα του 2012, αναδεικνύοντας την πραγματική ανάγκη των Ελλήνων ασθενών για φαρμακευτική κάλυψη. Ωστόσο, η σημαντική μείωση στη δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη κατά 32% την περίοδο 2012-2017 είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση στον ιδιωτικό τομέα, όπου παρατηρείται 50% αύξηση στην εκτιμώμενη συμμετοχή των ασθενών και σημαντική αύξηση 220% στη συμμετοχή της βιομηχανίας την ίδια περίοδο.
Για το 2017, η συμμετοχή των ασθενών και της βιομηχανίας έφτασε στο 50% της συνολικής εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης. Ειδικότερα, όπως