Λεπτές ισορροπίες μεταξύ του γελοίου και του τραγικού
Η Μαρία Μαγκανάρη μιλά στη «Ν» με αφορμή τον «Τριστάνο»
κωμωδία».
Σκιαγραφήστε μας τους ήρωες του έργου.
«Η βασική ηρωίδα, η Γκαμπριέλε, βιώνει, σχεδόν ασυνείδητα και εντελώς σωματικά, τη σύγκρουση μεταξύ μητρότητας και καλλιτεχνικής ανάγκης. Την ίδια στιγμή, η “διεκδίκησή” της ως αντικείμενο πόθου, από σύζυγο και θαυμαστή, θα εικονοποιήσει το βασικό ερώτημα του έργου: τι είναι πιο αληθινό, η τέχνη ή η ζωή; Στη μια πλευρά του ερωτικού «Είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος άνθρωπος. Θέλω τα πράγματα να πηγαίνουν καλά και αυτό προσπαθώ πάντα. Σε πολιτικό επίπεδο, δεν αισθάνομαι πως υπάρχει αυτήν τη στιγμή ένα ελπιδοφόρο τοπίο, ούτε το βλέπω να διαμορφώνεται. Η Ιστορία, ωστόσο, είναι δυναμικό πράγμα και πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις. Σε προσωπικό επίπεδο, με τροφοδοτεί και με γεμίζει δύναμη κι ελπίδα, καταρχάς, το χαμόγελο του γιου μου, οι αγαπημένοι μου άνθρωποι και η δουλειά μου. Η τέχνη μού δίνει πάντα ελπίδα και παρηγοριά». τριγώνου βρίσκεται ο δραστήριος αστός, πρακτικός και ζωικός σύζυγος. Στον αντίποδά του, ο θαυμαστής της ομορφιάς και του θανάτου, εστέτ, αναχωρητής, συγγραφέας. Ο πρώτος, ως γνήσιος εκφραστής της λογικής, αρνείται να δει ό,τι δεν καταλαβαίνει, ο δεύτερος, ίσως από φόβο στην ίδια τη ζωή, προτείνει μιαν άλλη φανταστική πραγματικότητα. Κομβικά πρόσωπα στο έργο είναι ακόμα ο γιατρός και η προϊσταμένη του σανατορίου, καθώς και μία ακόμα τρόφιμος, φίλη της Γκαμπριέλε. Όλοι τους παρακολουθούν τα όσα εκτυλίσσονται, προσπαθώντας να τα εξηγήσουν. Τέλος, υπάρχει ένα πρόσωπο που ενώνει τους δύο κόσμους ζωής και ονείρου, πραγματικότητας και φαντασίας. Πρόκειται για μια τρόφιμο του σανατορίου, που θα μπορούσε να αποτελεί και το φάντασμά του - είναι ο ρόλος που ερμηνεύω εγώ». Πώς εξελίσσεται η σχέση τους; «Όσο δυναμώνει η σχέση της Γκαμπριέλε με τον συγγραφέα, τόσο κλονίζεται η προηγούμενή της πραγματικότητα. Οι μεταξύ τους συνομιλίες τη μετακινούν σε πολλά επίπεδα. Το δεδομένο της ευθραυστότητάς της -λόγω της κλονισμένης της υγείας- είναι καθοριστικό για το πώς τη βλέπουν οι άλλοι, αλλά και για το πού θα οδηγήσει η ίδια τη ζωή της».
Πού εστιάζει η σκηνοθετική σας ματιά; «Η παράστασή μας, όπως και το έργο του Μαν, συνομιλεί ανοιχτά και σε πολλά επίπεδα με την όπερα του Βάγκνερ. Το έργο είναι μια ειρωνική αντίστιξη στα μεγάλα ρομαντικά πάθη, μια παραδοχή πως το γελοίο βρίσκεται πολύ κοντά στο τραγικό. Η παράστασή μας επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους. Η αισθητική φόρμα που έχουμε ακολουθήσει αντλεί από τον μηχανισμό και την εικονοποιία του ονείρου. Του χώρου, όπου οι αντιθετικές πραγματικότητες μπορούν να συνυπάρχουν, εκφράζοντας τις αντιφάσεις που υπάρχουν και προσπαθούν να εκφραστούν στον ψυχισμό του καθένα μας». Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση της σημερινής Ελλάδας;
«Η φετινή μου εμπειρία με την παράσταση των “Παραθεριστών” στη Στέγη, που απευθυνόταν και σε εφηβικό κοινό, και η επαφή μου με τα σχολεία και τους εφήβους επιβεβαίωσε και ενίσχυσε την αίσθηση που πάντα είχα για τον κομβικό ρόλο της Παιδείας σε μια κοινωνία. Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η Παιδεία είναι η απάντηση. Αν υπάρχει μια ελπίδα να νικηθεί ο φασισμός, η βλακεία, η δουλοπρέπεια, μόνο μέσω της Παιδείας μπορώ να τη δω. Νομίζω, επίσης, πως αυτό που σίγουρα δεν χρειαζόμαστε είναι άλλος ναρκισσισμός».