Επιτακτική ανάγκη η διευθέτηση χρέους
Συνέντευξη στην e-έκδοση της γερμανικής ZEIT
η λήψη απόφασης για τη διευΤθέτηση
του ελληνικού χρέους στο προσεχές Eurogroup της 21ης Ιουνίου ζητεί επιτακτικά από τους Ευρωπαίους εταίρους ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Ενώ κορυφώνονται οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας επί του ελληνικού ζητήματος στο Eurogroup της επόμενης Πέμπτης, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ηλεκτρονική έκδοση της γερμανικής ZEIT, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μας στα οικονομικά φύλλα της Handelsblatt, της Wall Street Journal και των Financial Times να μη γραφτεί στις 22 Ιουνίου ότι το Eurogroup μετέθεσε εκ νέου το πρόβλημα και δεν διευθέτησε το ζήτημα του ελληνικού χρέους. Εάν συμβεί αυτό, προφανώς δεν θα έχουμε πρόσβαση στις χρηματαγορές».
Ο κ. Τσακαλώτος βάζει με γλαφυρό τρόπο στο τραπέζι την αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων για το χρέος και σε άλλο σημείο της συνέντευξής του: «Τι είναι αυτό που θα κάνει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα βιώσιμο; Θα μπορούσε κανείς να κάνει έναν παραλληλισμό της κατάστασης με μία εγκυμοσύνη: Δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς “ολίγον έγκυος”. Ή θα καταφέρει κανείς να φτάσει σε ένα επίπεδο όπου το χρέος είναι βιώσιμο ή όχι».
Πρακτικά, ο υπουργός Οικονομικών έρχεται να ξεκαθαρίσει μία εβδομάδα πριν από το Eurogroup την ελληνική θέση ότι η ρύθμιση του χρέους, και μάλιστα μέτρα αξιόπιστα και «μετρήσιμα» από τις αγορές, αποτελεί αναγκαιότητα προκειμένου να ανοίξουν οι αγορές για την Ελλάδα. Η δε φράση «ολίγον έγκυος» ουσιαστικά αποτελεί μήνυμα προς όσους επιθυμούν να αποφασιστεί την επόμενη Πέμπτη μια «χαλαρή ρύθμιση», η οποία όμως δεν θα πείθει σχετικά με το αν το ελληνικό χρέος καθίσταται βιώσιμο ή όχι.
Σαφείς αποστάσεις κρατά ο υπουργός Οικονομικών όσον αφορά το ενδεχόμενο συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Στην ερώτηση αν χρειάζεται το ΔΝΤ για την επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του χρέους, ο κ. Τσακαλώτος απαντά: «Το Eurogroup κατέστησε σαφές ότι προτίθεται να βοηθήσει την Ελλάδα στην επάνοδό της στις χρηματαγορές, ανεξαρτήτως της συμμετοχής του ΔΝΤ».
Κληθείς να απαντήσει και σχετικά με τα υπόλοιπα ανοικτά θέματα της διαπραγμάτευσης, ο κ. Τσακαλώτος αναφέρει:
Για την προληπτική γραμμή στήριξης: «Δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Γερμανίας ούτε της Ελλάδας να συνεχίσουμε να έχουμε προγράμματα διάσωσης. Γιατί μια τέτοια πιστωτική γραμμή δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά ένα νέο πρόγραμμα, με όρους και προαπαιτούμενα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να δείξει κανείς σε μια χώρα εμπιστοσύνη ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις ευθύνες της. Ήμασταν 8 χρόνια σε πρόγραμμα και τώρα θέλουμε να βγούμε από αυτό. Ας πάρουμε λοιπόν όλοι μία βαθιά ανάσα και να δούμε πώς εμείς μπορούμε να φερθούμε με υπευθυνότητα, ώστε να μην επιστρέψουμε στις παλιές συνήθειες».
Για τη μεταμνημονιακή εποπτεία: «Με τον τερματισμό του προγράμματος θα υπάρχει εποπτεία πιο ενισχυμένη από εκείνη που είχαν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος. Εκτός αυτού, υπάρχουν οι αγορές. Χρησιμοποιήσατε όμως τη λέξη έλεγχος - η Ευρώπη δεν θα έπρεπε να λειτουργεί μέσω ελέγχου. Μπορεί κανείς να ελέγχει τα πράγματα σε μια κρίση, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να πει: Η κρίση πέρασε και είναι τώρα η ώρα να περάσουμε από τον έλεγχο στη συνεργασία. Έτσι θα μπορέσουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα να αποκτήσουν κυριότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο τερματισμός του προγράμματος είναι σημείο καμπής για μας. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν και μια διαδικασία για να μάθουμε. Ξέρουμε τι συνέβη το 2008, όταν άρχισαν όλα. Τα περάσαμε και δεν θέλουμε να τα ξαναζήσουμε».
Για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα: «Προσδιορίσαμε τις προτεραιότητες τις οποίες θα συνεχίσουμε να υλοποιούμε: για τη μεταρρύθμιση της αργής δικαιοσύνης, της γραφειοκρατικής δημόσιας διοίκησης και του αδύναμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Εκτός αυτών φροντίζουμε για τη φορολογική διοίκηση και τη φορολογική πολιτική. Επειδή η οικονομία μας αναπτύσσεται και ταυτόχρονα καταπολεμούμε με επιτυχία τη φοροδιαφυγή, το κράτος τα επόμενα χρόνια θα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που απαιτούν οι πιστωτές. Αυτή η υπεραπόδοση θα δημιουργήσει, μέχρι το 2022 έναν δημοσιονομικό χώρο ύψους 3,5 δισ. ευρώ που θα χρησιμοποιηθεί για φορολογικές μειώσεις, επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. Έτσι, θα μπορέσουμε να εξισορροπήσουμε τις φορολογικές μειώσεις με τις κοινωνικές δαπάνες.