Αποκλιμακώνεται το κόστος χρήματος για τις εισηγμένες
«Θυσίασαν» σε τόκους το 18% των EBITDA, από το 22% το 2016
Σημαντική τάση αποκλιμάκωσης παρουσιάζει το κόστος χρήματος για τις εισηγμένες εταιρείες, αν και διατηρείται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, καθώς το 18% που «παράγουν» ως λειτουργικό κέρδος δαπανάται στον βωμό της αποπληρωμής χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων. Όπως αποδεικνύουν τα οικονομικά μεγέθη που ανακοίνωσαν για το 2017 οι εταιρείες, κατά την περσινή χρήση οι πληρωμές για τόκους και συναφή χρηματοοικονομικά έξοδα μειώθηκαν σημαντικά, ενώ την ίδια στιγμή τα λειτουργικά κέρδη σημείωσαν επίσης βελτίωση. Έτσι και η σχέση κόστους με τα EBITDA βελτιώθηκε, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως οι καταβολές για τόκους δεν διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, καθώς κινήθηκαν και πάλι κοντά στα επίπεδα του 1,6 δισ. ευρώ.
Πάντως, το κόστος αυτό είναι σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και ειδικά σε σχέση με το 2016, όπου η αντίστοιχη αναλογία τόκων προς EBITDA προσέγγισε το ένα στα 5 ευρώ, ενώ την περίοδο που είχε προηγηθεί και στα πρώτα χρόνια της κρίσης η αναλογία ήταν της τάξης 1 στα 3 ευρώ. Η τάση βελτίωσης είχε ήδη διαφανεί από την αρχή της περσινής χρονιάς και επιβεβαιώθηκε στο κλείσιμο μετά την πρόσφατη δημοσιοποίηση των ετήσιων μεγεθών.
Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, το 2017 διαπιστώνεται από πλευράς κερδών αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με το 2016, αλλά και από πλευράς μείωσης καταβολών για τόκους. Ειδικότερα, με βάση τα μεγέθη των οικονομικών καταστάσεων των 159 εισηγμένων εταιρειών (δεν συμπεριλαμβάνεται ο χρηματοοικονομικός τομέας και οι ΑΕEΑΠ), οι εταιρείες κατέβαλαν σε τόκους 1.593 εκατ. ευρώ, ποσό σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016, οπότε οι τόκοι που είχαν καταβληθεί ήταν της τάξης των 1.750 εκατ. ευρώ.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, με βάση τα στοιχεία του α’ εξαμήνου, εκτιμάτο συνολική επιβάρυνση από τόκους και γενικότερα από χρηματοοικονομικά έξοδα για τις εταιρείες άνω του 1,6 δισ. ευρώ για το σύνολο της χρήσης, αλλά αυτό δεν επαληθεύτηκε. Κι αυτό διότι η πορεία της οικονομίας και η σχετική βελτίωση στη συμπεριφορά των τραπεζών έδωσαν σημαντικές «ανάσες» στις σημαντικά δανεισμένες εταιρείες.
Μια ακόμη επισήμανση που θα πρέπει να γίνει είναι ότι από τις καταστάσεις διαπιστώνεται και πάλι ότι πολλές εταιρείες κατέβαλαν μέρος μόνο των υποχρεώσεων για κόστος χρήματος, σε σχέση με αυτό το οποίο θα έπρεπε, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στον πίνακα των ταμειακών ροών της καθεμίας.
Να σημειωθεί επίσης ότι περισσότερο από το 55% των συνολικών τόκων αφορά 7 ομίλους που φαίνεται να είναι και οι καλύτεροι «πελάτες» του ελληνικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, και συγκεκριμένα: ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, Βιοχάλκο, Μότορ Όιλ, MIG, Ελλάκτωρ και ΟΤΕ. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία για το συγκεκριμένο δείγμα των εταιρειών, τα συνολικά EBITDA, δηλαδή λειτουργικά κέρδη, διαμορφώθηκαν στα 8.813 εκατ. ευρώ (από 8.276 εκατ. ευρώ πέρυσι) και το κόστος για τόκους, όπως σημειώσαμε, στα 1.593 εκατ. ευρώ από 1.750 εκατ. ευρώ και έτσι προκύπτει και η διαπίστωση ότι το 18% των λειτουργικών κερδών κατευθύνθηκε στην αποπληρωμή τόκων από περίπου 22% πέρυσι. Σημειώνεται επίσης πως μέσα σε αυτό το ποσό δεν περιέχεται ούτε ένα ευρώ για αποπληρωμή από το αρχικά δανειζόμενο κεφάλαιο.
Θα πρέπει να επισημάνουμε μια ακόμη διαφορά σε σχέση με την περσινή χρονιά που και πάλι είχε σημειωθεί σχετική βελτίωση της χρηματοοικονομικής εικόνας των εισηγμένων. Η διαφορά είναι ότι πέρυσι αυτή αποδιδόταν στη σημαντική αύξηση των λειτουργικών κερδών EBITDA, όταν τα χρηματοοικονομικά έξοδα ήταν σταθερά, ενώ φέτος τα EBITDA σημείωσαν άνοδο της τάξης του 6%, αλλά παράλληλα και το χρηματοοικονομικό κόστος υποχώρησε, όπως είδαμε, κατά 9%. Η εικόνα αυτή δείχνει σε πρώτη φάση μια σχετική «αποκατάσταση της υγείας» των ισολογισμών.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τη χρηματοοικονομική εικόνα των εταιρειών είναι το ταμείο των επιχειρήσεων. Με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων, η συνολική ρευστότητα των 159 εισηγμένων αυξήθηκε στο τέλος του 2017 στα 10.087 εκατ. ευρώ έναντι 9.310 εκατ. ευρώ το τέλος του 2016.