Στην αντεπίθεση περνάει η Ευρώπη με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα
Στο στόχαστρο τζιν, μοτοσικλέτες, μπέρμπον και αγροτικά προϊόντα
Σειρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πατήσει τη σκανδάλη στον εμπορικό πόλεμο που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ εναντίον των μεγαλύτερων εταίρων, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δίνει το «πράσινο φως» για την επιβολή δασμών 25% σε εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων, συνολικής αξίας 2,8 δισ. ευρώ (3,2 δισ. δολάρια).
Οι δασμοί θα τεθούν σε ισχύ από την Παρασκευή και αφορούν αγαθά διαφόρων κατηγοριών, από παντελόνια τζιν, μέχρι ουίσκι μπέρμπον και μοτοσικλέτες Harley-Davidson, καθώς και αρκετά αγροτικά προϊόντα. Tα αντίποινα έρχονται ως απάντηση των Βρυξελλών στην κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου.
Αμερικανικές εξαγωγές προς την αγορά της Ε.Ε., όπως τζιν, μοτοσικλέτες και μπέρμπον, θα βρεθούν στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών δασμών, όπως επιβεβαίωσε χθες η Ευρωπαία επίτροπος Εμπορίου, Σεσίλια Μάλστρομ. «Η Ευρώπη δεν ήθελε να βρεθεί σε αυτή τη θέση», ανέφερε η κ. Μάλστρομ. «Η μονομερής και αδικαιολόγητη απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου δεν μας άφησε άλλη επιλογή», υπογράμμισε η Ευρωπαία επίτροπος.
Οι Βρυξέλλες είχαν καταρτίσει λίστα αμερικανικών προϊόντων τον Μάρτιο, τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προτείνει τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, θέτοντας στο στόχαστρο εκτός από την Ευρώπη και Καναδά και Μεξικό. Μύρτιλλα, χυμός πορτοκάλι, γλυκό καλαμπόκι (sweet corn) και φιστικοβούτυρο είναι μεταξύ των αμερικανικών προϊόντων που βρίσκονται στο στόχαστρο της Ε.Ε.
Κλιμάκωση της αντιπαράθεσης
Η απάντηση των Βρυξελλών έρχεται εν μέσω κλιμάκωσης της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ των ΗΠΑ και των μεγαλύτερων εταίρων της. Μία ημέρα πριν, ο πρόεδρος Τραμπ απείλησε να επιβάλει πρόσθετους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων, έχοντας ήδη δασμολογήσει κινεζικά αγαθά 50 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, οι δασμοί 10% θα τεθούν σε ισχύ εάν η Κίνα «αρνηθεί να αλλάξει τις πρακτικές της». Από την πλευρά του, το Πεκίνο κατηγόρησε την Ουάσιγκτον για «εκβιασμό», ενώ δεσμεύτηκε ότι θα αντεπιτεθεί, εγείροντας ανησυχίες για κλιμάκωση της σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης.
Τα πρώτα δείγματα προστατευτισμού από την Ουάσιγκτον ήλθαν τον Μάρτιο, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε τα σχέδια για δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας. Βασικό του επιχείρημα ότι η παγκόσμια υπερπροσφορά χάλυβα και αλουμινίου -που οφείλεται κυρίως στην Κίνα- απειλεί τις αμερικανικές χαλυβουργίες και τα αμερικανικά εργοστάσια αλουμινίου, που είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ.
Νότιος Κορέα, Αργεντινή, Αυστραλία και Βραζιλία έχουν συμφωνήσει να θέσουν όρια στις ποσότητες μετάλλων που εξάγουν στις ΗΠΑ, στον απόηχο των δασμών. Καναδάς όμως και Μεξικό έχουν ανοίξει μέτωπο εναντίον των ΗΠΑ, με τον Καναδά να σχεδιάζει την επιβολή δασμών σε αμερικανικά αγαθά αξίας 16,6 δισ. καναδικών δολαρίων (12,5 δισ. δολάρια). Δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα -από χοιρινό μέχρι ουίσκι μπέρμπον- ανακοίνωσε πριν από δύο εβδομάδες και το Μεξικό. Η Ευρωπαία επίτροπος Μάλστρομ χαρακτήρισε την απάντηση της Ε.Ε. ισορροπημένη και σύμφωνα με τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Όπως δήλωσε η κ. Μάλστρομ, τα αντίμετρα -που επηρεάζουν αμερικανικά προϊόντα 2,8 δισ. δολαρίων- θα αποσυρθούν εάν και η Ουάσιγκτον ακυρώσει τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου προς τις ΗΠΑ ανέρχονται σε 6,4 δισ. ευρώ.
Στο σινο-αμερικανικό μέτωπο, οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι απειλές Τραμπ για πρόσθετους δασμούς σε κινεζικά αγαθά 200 δισ. δολαρίων θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κινεζική οικονομία, αφαιρώντας έως και μισή ποσοστιαία μονάδα από την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Η κινεζική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, αναπτύχθηκε με ρυθμούς 6,9% το 2017 και η κυβέρνηση του Πεκίνου έχει θέσει ως στόχο ανάπτυξη 6,5% φέτος.
Εν μέσω έντασης, οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ έκαναν βουτιά 92% κατά τους πέντε πρώτους μήνες του 2018. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου, οι κινεζικές επενδύσεις υποχώρησαν στο 1,8 δισ. δολάρια, στα χαμηλότερα επίπεδα επταετίας, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών Rhodium Group.