Χαμηλά ο πήχης για την περίοδο των εκπτώσεων
Κάτω από τα 6 δισ. εκτιμάται ο τζίρος του διμήνου
Οτζίρος των καλοκαιρινών εκπτώσεων δύσκολα θα υπερβεί τα 6 δισ. ευρώ του περσινού διμήνου Ιουλίου-Αυγούστου, παρά την αύξηση του τουρισμού, καθόσον αυτή δεν είναι, πάντοτε, ανάλογη της προσδοκώμενης «εισαγόμενης» κατανάλωσης. Στην τελική ευθεία για το κλείσιμο αυτής της ειδικής περιόδου στην αγορά, στις 31 Αυγούστου, η παραπάνω εκτίμηση του προέδρου της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, Βασίλη Κορκίδη, έρχεται να πιστοποιήσει ότι το εγχώριο επιχειρείν και δη αυτό των μικρών και μεσαίων εταιριών, δεν έχει ακόμη ορθοποδήσει. Η λεγόμενη «θερινή ραστώνη» φαίνεται να κυριαρχεί και στο λιανεμπόριο.
Ήδη, το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου οι πωλήσεις των καταστημάτων κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, καθώς 2,5 εκατομμύρια φορολογούμενοι έπρεπε να πληρώσουν στο τέλος Ιουλίου 1,2 δισ. ευρώ σε φόρους εισοδήματος και στο τέλος Αυγούστου ακολουθεί η α’ δόση του φόρου νομικών προσώπων, ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ. Αυτά τα χρήματα, όπως εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, σίγουρα έλειψαν και θα λείψουν από την αγορά, ενώ αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ όλους τους εμπόρους λιανικής, ακόμα και στις τουριστικές περιοχές της χώρας μας…
Επικαιροποιώντας τα δεδομένα της εμπορικής κίνησης της τελευταίας περιόδου και σε συνδυασμό με τις γενικότερες οικονομικές εξελίξεις, ο κ. Κορκίδης ξεκαθαρίζει πως είναι πολύ πρόωρο να εφησυχάσει κάποιος που δραστηριοποιείται στο εμπόριο και θα είναι τραγικό λάθος να συμπεράνει οποιοσδήποτε ότι τα δύσκολα πέρασαν με την επίσημη έξοδό μας από τα μνημόνια, που «μάλλον ανακουφίζει τους δανειστές μας περισσότερο από εμάς»... Η πραγματική οικονομία, κατά τον ίδιο, έχει μεν δείξει σημάδια βελτίωσης σε κάποιους κλάδους, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να τονώσει την κατανάλωση στο λιανικό εμπόριο, που εξακολουθεί να είναι ακόμα ευάλωτη. «Η σημερινή ημέρα δεν διαφέρει με τη χθεσινή στην ελληνική αγορά και το λιανικό εμπόριο» προσθέτει, σκωπτικά, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ.
Προβληματίζει το παρεμπόριο
Την ίδια ώρα, προβληματισμό συνεχίζουν να δημιουργούν οι επιπτώσεις του παρεμπορίου και λαθρεμπορίου στην ελληνική οικονομία, καθώς και οι τρόποι περιορισμού της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Έντονο πρόβλημα παρατηρείται στα παραποιημένα προϊόντα με τις περισσότερες κατασχέσεις να αφορούν προϊόντα κινεζικής προέλευσης. Ασφαλώς, όπως μας λέει ο κ. Κορκίδης, η αγορά μας επηρεάζεται και από επιπλέον κινδύνους, που μπορούν να επιβαρύνουν σημαντικά μία ευαίσθητη οικονομία στην Ε.Ε., όπως η ελληνική. Για παράδειγμα, η άρση του QE από την ΕΚΤ, που άλλωστε η Ελλάδα απώλεσε, και η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων από το φθινόπωρο του 2019, ο εξελισσόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η άνοδος της διεθνούς τιμής πετρελαίου, ο ευρωσκεπτικισμός στην Ιταλία. Συναφώς, οι επιπτώσεις του Brexit, η επιφυλακτικότητα των αγορών, οι ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, η χρηματοοικονομική κρίση στην Τουρκία, οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις, και, τέλος, οι πολιτικές εξελίξεις εντός και εκτός Ελλάδος. Όλα αυτά συνθέτουν ένα καυτό «κοκτέιλ», που κάθε άλλο παρά διευκολύνει την ψυχολογία εμπόρων και καταναλωτών. Σαφώς, τελικός απολογισμός θα γίνει μετά το τέλος του μηνός και τις λεπτομερείς καταγραφές των εμπορικών συλλόγων της χώρας για κίνηση, τζίρο, κέρδη κ.λπ.
Περσινά στατιστικά
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι η αγορά στις θερινές εκπτώσεις κινήθηκε στο -3% μεσοσταθμικά, με σημαντικές αυξομειώσεις, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Οι αποκλίσεις μεταξύ κεντρικών και συνοικιακών αγορών, αλλά και μεταξύ αστικών κέντρων και τουριστικών περιοχών διαμόρφωσαν μια σύνθετη κατάσταση πραγμάτων, ωστόσο, ήταν σαφές πως τα προβλήματα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παρέμεναν άλυτα... Βάσει των καταγραφών του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, ο κύκλος εργασιών κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων του 2017 δεν ήταν ο αναμενόμενος, ιδιαίτερα μετά από έναν πολύ καλό τότε Ιούνιο. Παρ’ όλα αυτά, υπογραμμίστηκε η διαφορετική εικόνα ανάμεσα σε πολύ μικρές και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλά και σε εκείνες που βρίσκονται κοντά σε τουριστικούς προορισμούς. Έτσι, τα όρια που κινήθηκε ο τζίρος ήταν από +3% για όσες επιχειρήσεις είχαν αύξηση και κατά μέσο όρο -11,5% για όσες είχαν μείωση. Μεσοσταθμικά η μείωση των πωλήσεων περιορίστηκε πέρυσι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις προαναφερθείσες σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το 2016, την αντίστοιχη περίοδο των θερινών εκπτώσεων, πάνω από μία στις δύο επιχειρήσεις (53%) εμφάνισε υποχώρηση στις πωλήσεις σε σύγκριση με το 2015 (με δεδομένη τότε την πρώτη εφαρμογή των capital controls), ενώ στασιμότητα είχε δηλώσει το 1/3.