O κατακερματισμός εμπόδιο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Επτά προκλήσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και κατ' επέκταση της ανταγωνιστικότητας των μμε
Σημαντική απόκλιση από τις ευρωπαϊκές επιδόσεις σε όλους τους επιμέρους δείκτες αναφορικά με την παρουσία, το μέγεθος και την αποδοτικότητα των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζουν σήμερα οι εταιρείες της σχετικής κατηγορίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με μελέτη της ΕΥ για λογαριασμό του ΣΕΒ, η ελληνική αγορά παραμένει σημαντικά κατακερματισμένη, με πάρα πολλές πολύ μικρές επιχειρήσεις (97% του συνόλου). Αυτός ο κατακερματισμός περιορίζει, όπως τονίζεται αρμοδίως, τις παραγωγικές τους δυνατότητες, όπως φαίνεται και από το γεγονός πως το 97% των μμε παράγει το 9% του ΑΕΠ, ενώ το υπόλοιπο 3% παράγει το 10%. Σε όρους παραγόμενης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, η ετήσια φαινόμενη παραγωγικότητα είναι 20.000 ευρώ, όταν στην Ιταλία είναι 38.000, στην Ιρλανδία 52.000, ενώ στην Ε.Ε.-28 ανέρχεται σε 42.000 ευρώ.
Κατά τον ΣΕΒ, η πολύ μικρού μεγέθους και ανοργάνωτη επιχειρηματικότητα διαθέτει μεν ευελιξία, δυσκολεύεται όμως να επενδύσει σε καινοτομία, εξωστρέφεια και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της. Οι αναλυτές σημειώνουν πως «έχει καταστεί, πλέον, σαφές ότι η επίτευξη μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης και η δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα συνδέεται πρωτίστως με κίνητρα μεγέθυνσης και καλύτερης οργάνωσης των μμε στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών και όχι με αναχρονιστικές πολιτικές προστατευτισμού».
Ειδικότερα, βάσει των καταγραφών της μελέτης, μόλις το 3,1% είναι μεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις 10-249 εργαζομένων, ένα ποσοστό αρκετά χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (7%). Ενδεικτικά, η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-9 εργαζόμενους) στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 40% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, των μικρών επιχειρήσεων (10-49 εργαζόμενων) είναι στο 65% και των μεσαίων (50-249) είναι στο 75%. Συνολικά είναι μόλις στο 50% του μ.ό. της Ε.Ε. Εξετάζοντας, όμως, προσεκτικότερα τα νούμερα αναδεικνύονται οι σημαντικές διαφορές ανάλογα με τα επιχειρηματικά μεγέθη: Η φαινόμενη παραγωγικότητα στις μεσαίες επιχειρήσεις είναι 40% μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις μικρές (39.000 έναντι 28.000 ευρώ) και 178% μεγαλύτερη από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (39.000 έναντι 14.000 ευρώ). Εκτιμάται πως το μέγεθος μαζί με την οργάνωση μιας επιχείρησης επηρεάζουν θετικά τη δυνατότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα, την αύξηση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, την παραγωγικότητα, τις εξαγωγές κ.λπ. Το μικρό μέγεθος παρέχει μεν ευελιξία, ιδίως όταν συνοδεύεται από τεχνολογική καινοτομία, όμως ταυτόχρονα δυσχεραίνει την ικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων όταν λείπει η τεχνολογική και οργανωσιακή κουλτούρα να ανταγωνιστούν και να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης, καθώς περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα οικονομιών κλίμακος και την ανάπτυξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Υπολογίζεται πως μια αύξηση 10% στην παραγωγικότητα των μμε μπορεί να έχει όφελος έως 4,3 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ (+2,3%).
Ο ΣΕΒ εισηγείται σειρά εργαλείων για τη διαρθρωτική προσαρμογή των ελληνικών -κυρίως μεσαίων και μικρών- επιχειρήσεων στο νέο οικονομικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά τη συμβατική λήξη των μνημονίων, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα παραμένει αντιμέτωπη με σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, την ώρα που οι περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως αναπτύσσονται ταχύτατα και μάλιστα ενσωματώνουν τα οφέλη της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Κύριος άξονας γύρω από τον οποίο δομούνται οι επιμέρους προτάσεις του Συνδέσμου είναι η Διοίκηση της Επιχειρησιακής Απόδοσης (ΔΕΑ), η οποία, πέραν των λοιπών στοιχείων της, εμπεριέχει και τη Διοίκηση της Απόδοσης των εργαζομένων, αλλά και τη σχετική με αυτήν ανταμοιβή. Δηλαδή τη σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα ως απαραίτητο παράγοντα διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, αλλά και της χώρας εν γένει. Επί του προκειμένου, διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πολλά να κερδίσουν από την υιοθέτηση μιας συστηματικής προσέγγισης στο θέμα της διοίκησης και μέτρησης της απόδοσής τους. Θα πρέπει, όμως, να λάβουν υπ’ όψιν ότι η βελτίωση της επιχειρησιακής απόδοσης δεν προκύπτει νομοτελειακά από την ύπαρξη συστημάτων ΔΕΑ, αλλά εξαρτάται από την ποιότητα του σχεδιασμού και της εφαρμογής του συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, διακρίνονται επτά προκλήσεις για την ανάπτυξη και εμπέδωση της ΔΕΑ, ήτοι:
- Εστιασμένη επιχειρησιακή στρατηγική με βάση τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της επιχείρησης.
Προσεκτική επιλογή βασικών δεικτών μέτρησης απόδοσης (KPIs).
Συνέπεια και ακρίβεια στη συγκέντρωση, καταγραφή και μέτρηση των στοιχείων απόδοσης.
Αποτελεσματική επικοινωνία των αποτελεσμάτων απόδοσης.
Σωστή ανάλυση και αξιολόγηση της υλοποίησης της επιχειρησιακής στρατηγικής.
Ανάληψη κατάλληλων διορθωτικών δράσεων για τη βελτίωση της απόδοσης.
Αποδοχή του συστήματος ΔΕΑ σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης.