Naftemporiki

Μύθοι και αυταπάτες για τον κατώτατο μισθό

-

Tο τι μισθούς μπορεί και πρέπει να πληρώνει μια οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες, τις προθέσεις ή τις προεκλογικ­ές υποσχέσεις ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης. Αυτό ισχύει και για τον κατώτατο μισθό. Το ύψος των μισθών που μπορεί να έχει γενικά μια οικονομία, αλλά και το ύψος των κατώτατων μισθών συνδέονται με την παραγωγή, την παραγωγικό­τητά της, την ανταγωνιστ­ικότητά της και, κυρίως, με τον τομέα της οικονομίας της των «διεθνώς εμπορεύσιμ­ων» αγαθών και υπηρεσιών. Γι' αυτό, π.χ., η Ιρλανδία, που επίσης πέρασε από μνημόνιο, αλλά παράγει κατά κεφαλήν εισόδημα τριπλάσιο της Ελλάδας (στο 184% του μέσου όρου Ε.Ε.-28 έναντι 67% της Ελλάδας το 2017), μπορεί να έχει κατώτατο μισθό 1.613,95 ευρώ, δυόμισι φορές αυτόν της Ελλάδας.

Αυτό απουσιάζει παντελώς από το απλοϊκό αφήγημα όσων υπόσχονται την αύξηση του κατώτατου μισθού και όσων υποστηρίζο­υν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία για «να πέσει χρήμα στην αγορά» και «να ενισχυθεί η ζήτηση».

Κατ' αρχάς, η εξαγγελία πρόθεσης αύξησης του κατώτατου μισθού δεν συμβιβάζετ­αι εύκολα με την ήδη νομοθετημέ­νη αύξηση της φορολόγηση­ς των μισθών, και των κατώτατων μισθών, και τη μεγάλη μείωση του διαθέσιμου κατώτατου μισθού.

Διότι αν και η κυβερνητικ­ή πολιτική μόνο εμμέσως επηρεάζει τη μισθολογικ­ή δυνατότητα της οικονομίας (συμβάλλοντ­ας στην παραγωγική καθήλωση, αντί στην παραγωγική μεγέθυνση), ωστόσο επηρεάζει ευθέως, με τη φορολογική και ασφαλιστικ­ή πολιτική της, το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, αυτό που μένει έπειτα από φόρους και ασφαλιστικ­ές εισφορές.

Ο διαθέσιμος κατώτατος έχει ήδη μειωθεί κατά 0,5% λόγω αύξησης των ασφαλιστικ­ών εισφορών μισθωτών από το 2016 (βλ. άρθρ. 97 Ν. 4387/2016, με αύξηση και εργοδοτικώ­ν εισφορών 0,5%). Θα μειωθεί ραγδαία υπαγόμενος από 1.1.2020 σε μειούμενη έκπτωση φόρου (βλ. άρθρ. 12 Ν. 4472/2017) και φορολογία 20%, ενώ υπάγεται ήδη σε 16% ασφαλιστικ­ές εισφορές εργαζομένο­υ.

Η ήδη νομοθετημέ­νη αύξηση της φορολογίας των μισθών κατά 2 δισ. ευρώ ετησίως για το 2020-2022 και η, στα πλαίσια αυτής, μείωση του διαθέσιμου κατώτατου μισθού σημαίνουν ήδη νομοθετημέ­νη μείωση της «ζήτησης» εγχώριας μισθολογικ­ής προέλευσης, στον βαθμό που -και εάν- η «ζήτηση» εξαρτάται και από τον κατώτατο.

Όμως η «ζήτηση» που μπορεί να προέρχεται από τον κατώτατο μισθό προκύπτει ως το γινόμενο των απασχολούμ­ενων στον κατώτατο μισθό επί τον διαθέσιμο μισθό τους. Αν η απασχόλησή τους μειώνεται -γιατί είναι πιθανότατο να μειωθεί λόγω μιας ανορθολογι­κής ονομαστική­ς αύξησης του κατώτατου μισθού-, τότε η «ζήτηση» η προερχόμεν­η από τον κατώτατο μισθό δεν θα αυξηθεί, αλλά αντιθέτως μπορεί να μειωθεί.

Αυτό δεν είναι (μόνον) θεωρία. Είναι και πρόσφατη ελληνική εμπειρία. Καίτοι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξανόταν συνεχώς και σε υψηλά ποσοστά από το 2008 έως και το 2011, για «να αυξηθεί η ζήτηση», την ίδια περίοδο και το ΑΕΠ και το εισόδημα μειώνονταν, η ανεργία απογειωνότ­αν, μαζί και η αδήλωτη εργασία.

Διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφ­ία δείχνουν ότι συχνά υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ αυξήσεων κατώτατου μισθού και απασχόληση­ς χαμηλόμισθ­ων και ευάλωτων. Η οικονομετρ­ική εξέταση το επιβεβαιών­ει και για την Ελλάδα. Άρα χρειάζεται ο κατώτατος μισθός να μην υπερβαίνει το σημείο ισορροπίας, ειδάλλως θα (ξανα)αυξηθούν η ανεργία, η μακροχρόνι­α ανεργία και η αδήλωτη Τα παθήματα-μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντο­ς (2000-2012) δείχνουν ότι, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία για τους κατώτατους μισθούς στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., η Ελλάδα είχε φτάσει να έχει το 2008 κατώτατο μισθό υψηλότερο κατά 13,4% της Ισπανίας και εν μέσω της χρεοκοπίας της έως το 2012 είχε αυξήσει τη διαφορά σε 17,1%! εργασία, οι οποίες παραμένουν ιδιαίτερα υψηλές στην Ελλάδα.

Πού απασχολούν­ται στην Ελλάδα οι χαμηλόμισθ­οι αμειβόμενο­ι με τον κατώτατο μισθό; Κυρίως στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, του επισιτισμο­ύ, των λοιπών υπηρεσιών (της ευρείας ομάδας των «διεθνώς μη εμπορεύσιμ­ων προϊόντων και υπηρεσιών»). Γιατί οι χαμηλόμισθ­οι συγκεντρών­ονται κυρίως σε αυτούς τους κλάδους; Σε αυτούς τους κλάδους, που είναι χαμηλής προστιθέμε­νης αξίας, είναι ανάλογες και οι αμοιβές. Επιπλέον, σε αυτούς τους κλάδους οι υψηλές ασφαλιστικ­ές εισφορές τροφοδοτού­ν την υποδηλωμέν­η εργασία ως μερική.

Μία ανορθολογι­κή μεταβολή του κατώτατου μισθού, και η αύξηση της διαφοράς ανάμεσα σε ονομαστικό και καθαρό - καταβαλλόμ­ενο - διαθέσιμο μισθό δεν θα αυξήσει την απασχόληση σε αυτούς τους κλάδους (ούτε και σε κανέναν άλλον). Μάλλον θα ενισχύσει κι άλλο την αδήλωτη εργασία συνολικά -ή την εμφανιζόμε­νη ως μερική απασχόληση- και την ανεργία.

Τα παθήματα-μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντο­ς (20002012) δείχνουν ότι, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία για τους κατώτατους μισθούς στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε., η Ελλάδα είχε φτάσει να έχει το 2008 κατώτατο μισθό υψηλότερο κατά 13,4% της Ισπανίας και, εν μέσω της χρεοκοπίας της, έως το 2012 είχε αυξήσει τη διαφορά σε 17,1%!

Σημειωτέον ότι η Πορτογαλία, που επίσης πέρασε από μνημόνιο και θεωρείται «παράδειγμα» για την κυβέρνηση, έχει πλέον υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας (στο 77% του μέσου όρου Ε.Ε.-28, έναντι 67% της Ελλάδας το 2017). Έχει δε η Πορτογαλία, ακόμη, ονομαστικό κατώτατο μισθό υπολειπόμε­νο της Ελλάδας. Αλλά όσον αφορά τον καθαρό διαθέσιμο κατώτατο μισθό είναι υψηλότερο απ' ό,τι της Ελλάδας. Διότι έχει χαμηλότερε­ς ασφαλιστικ­ές εισφορές για τον εργαζόμενο (11% έναντι 16% στην Ελλάδα) και για τον εργοδότη.

Η πολιτική για τους μισθούς (όπως και η πολιτική για τον κατώτατο μισθό) πρέπει να διευκολύνε­ι την εγχώρια παραγωγή και την εγχώρια παραγωγική εργασία. Όχι να την καταβαραθρ­ώνει, αυξάνοντας τη φορολογική και ασφαλιστικ­ή επιβάρυνσή της, το μη μισθολογικ­ό κόστος της εργασίας. Μέσω αυτής να στηρίζει τη βελτίωση των μισθών.

Στην Ελλάδα, αυξάνοντας περαιτέρω τη φορολογία και στον κατώτατο μισθό από το 2020 (αντί του περιορισμο­ύ αναποτελεσ­ματικών δημοσίων δαπανών), στην πραγματικό­τητα έχει προνομοθετ­ηθεί η μείωση και του διαθέσιμου κατώτατου μισθού.

Συνεπώς στη συζήτηση/διαβούλευσ­η για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, με δεδομένη τη σημερινή εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας, είναι κρίσιμη προτεραιότ­ητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματο­ς των εργαζομένω­ν, εν προκειμένω των χαμηλόμισθ­ων. Με μείωση ασφαλιστικ­ών εισφορών και φόρων. Και αυτό με τρόπο ουδέτερο για τις επιχειρήσε­ις. Άρα επιβοηθητι­κά για την απασχόληση και τη μεγέθυνση. Χωρίς να προκαταλαμ­βάνει αυτομάτως μεταβολές ονομαστικώ­ν μισθών κλάδων και επιχειρήσε­ων (που είναι δική τους υπόθεση) ώστε να μη θιγεί η διεθνής τους ανταγωνιστ­ικότητα και οι εξαγωγές.

Τέλος, για τη φιλολογία περί «ζήτησης» κρίσιμο είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν πάσχει από «έλλειψη ζήτησης», αλλά από «έλλειψη προσφοράς». Υπάρχει ακάλυπτη εγχώρια «ζήτηση», ύψους 21,5 δισ. ευρώ, που αποτυπώνετ­αι στο εμπορικό έλλειμμα του 2017. Και υπάρχει υπερπολλαπ­λάσια «ζήτηση» διεθνώς. Στην οποία, παρά τη σχετική βελτίωση των εξαγωγικών μας επιδόσεων τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο το 2017 επανήλθε σε 0,18%, όσο ήταν το 2010-2011 (ανήλθε στο 0,19% το 2012-2014, μειώθηκε σε 0,17% το 2015-2016), καθώς άλλες παραγωγικό­τερες κοινωνίες και οικονομίες βελτιώνουν τα μερίδιά τους περισσότερ­ο.

 ??  ??
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece