Δύο προκλήσεις στις εξαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών
«Καμπανάκι» για Brexit και διακρατικές συμφωνίες
Μολονότι οι εξαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών διατηρούν ισχυρές επιδόσεις στο οκτάμηνο, οι εξαγωγείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την ανάγκη προετοιμασίας του ευρωπαϊκού «εδάφους» εν όψει του Brexit, ενώ ταυτόχρονα επαναλαμβάνουν τη σημασία ανάπτυξης διμερών συμφωνιών με τις τρίτες χώρες για ενίσχυση της παρουσίας των ελληνικών αγροτικών και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε επεξεργασία του συνδέσμου εξαγωγέων Incofruit Hellas, οι ελληνικές εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών κατά το φετινό οκτάμηνο ανήλθαν σε 696,6 εκατ. ευρώ, αυξημένες περίπου 12% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Αντίστοιχα οι κατά όγκο εξαγωγές ανήλθαν σε 1.073.798 τόνους, αυξημένες κατά 8,6% έναντι του 2017. Πρώτα σε αξία εξαγωγών είναι τα πορτοκάλια (84,8 εκατ. ευρώ - ποσότητα 200.988 τόνοι) και ακολουθούν τα ακτινίδια (81,1 εκατ. ευρώ - ποσότητα 76.384 τόνοι).
Παράλληλα υπήρξε μείωση των εισαγωγών το αντίστοιχο οκτάμηνο κατά 2,8% σε αξία και κατά 0,6% σε όγκο, με τη μείωση εισαγωγών κυρίως σε λαχανικά κατά -12,2% σε αξία και κατά -7,6% σε όγκο. Η αξία των εισαγωγών στο εξεταζόμενο διάστημα ανήρθε σε 369.179.697 ευρώ.
Ωστόσο, όπως δηλώνει ο Γ. Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Incofruit Hellas, «είναι ανάγκη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προετοιμάσει σχέδια έκτακτης ανάγκης για το Brexit, ανεξάρτητα αν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι τον Απρίλιο του 2019, δεδομένου ότι οι εμπορικές σχέσεις θα αλλάξουν ριζικά και θα υπάρξουν συνοριακοί έλεγχοι». Ο κλάδος ζητεί να υπάρξει πρόβλεψη και λήψη μέτρων για τη στήριξη της αγοράς, σε περίπτωση στρεβλώσεων, λαμβάνοντας υπ' όψιν τη σημασία που έχουν οι εξαγωγές στα ιδιαίτερης ευαισθησίας και φθαρτότητας νωπά οπωροκηπευτικά.
Ταυτόχρονα, ο κ. Πολυχρονάκης επισημαίνει ότι «η χώρα μας πρέπει να βρει νέες αγορές για τα προϊόντα της, καθότι τα επίπεδα κατανάλωσης στην Ευρώπη είναι στάσιμα και με τις τιμές συμπιεσμένες. Το κόστος των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων δείχνει ότι μπορεί πραγματικά να είναι ανταγωνιστικό και, σε συνδυασμό με την καλή ποιότητα, θεωρούμε ότι μπορούμε να απευθυνθούμε και σε απομακρυσμένες παγκόσμιες αγορές. Η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στην πλειονότητα των ασιατικών αγορών, εξαιτίας φυτοϋγειονομικών φραγμών, αλλά ακόμη και όταν αίρονται τα εμπόδια αυτά, η χώρα μας συχνά αποτυγχάνει να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά έναντι άλλων χωρών λόγω οργανωτικών ελλείψεων (η προσφορά είναι κατακερματισμένη και ανεπαρκώς προσαρμοσμένη σε αυτές τις αγορές)».
Όπως εξηγεί ο ίδιος «οι ελληνικές εξαγωγικές εταιρείες είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις άλλες χώρες στις ασιατικές αγορές και η υπέρβαση των φυτοϋγειονομικών φραγμών, που εμποδίζουν την πρόσβαση σε πολλές αγορές είναι προτεραιότητα. Για παράδειγμα τα μήλα, είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι με τη μεγάλη ευρωπαϊκή παραγωγή, όπως αυτή που έχουμε αυτή την εμπορική περίοδο, η χώρα μας δεν μπορεί να εξάγει στην Κίνα, μια χώρα με 1,4 δισ. καταναλωτές, που φέτος η παραγωγή της θα είναι μειωμένη λόγω παγετού, ενώ αντιθέτως η Γαλλία και η Πολωνία μπορούν», προσθέτοντας ότι «ο χρόνος για άμεση κυβερνητική δράση είναι τώρα. Χρειάζεται να υπογράψουμε διμερείς συμφωνίες σε σύντομο χρονικό διάστημα, με δραστηριοποίηση της διπλωματίας μας σε ανώτατο επίπεδο για να μη χαθούν αυτές οι αγορές».