Να προαναγγελθεί η ημερομηνία
Να μη γίνει άμεσα η πλήρης άρση των capital controls πρότεινε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Μουρμούρας (φωτογραφία), μιλώντας σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με θέμα τα «κόκκινα» δάνεια στο ελληνικό και κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Ειδικότερα για τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, ο ίδιος τάχθηκε κατά της άμεσης πλήρους άρσης, αλλά, όπως είπε, να γνωστοποιηθεί έγκαιρα μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την άρση τους εντός του 2019.
Ο κ. Μουρμούρας τόνισε τους ενδεχόμενους κινδύνους που εγκυμονούν κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων εν γένει και ως γνωστόν επηρεάζουν την οικονομία. Συνεπώς, κατά τον ίδιο, ενδείκνυται η προαναγγελία της καταληκτικής ημερομηνίας για την πλήρη άρση των capital controls με καθαρό ορίζοντα και σχεδιασμό, δεδομένου ότι το 2019 είναι έτος πολλαπλών εκλογών. δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η οποία ολοκληρώνεται μέχρι τις αρχές Μαρτίου, και την άρση των περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών θα μπορούσαν να προχωρήσουν κάποια σημαντικά βήματα άρσης και των υπόλοιπων περιορισμών που αφορούν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Σημειώνεται πως αυτό που απομένει να αρθεί στο κεφάλαιο των κεφαλαιακών περιορισμών, για να επανέλθει η κανονικότητα στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές μετά τον Ιούλιο του 2015, είναι η ελεύθερη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό τόσο από επιχειρήσεις όσο και από ιδιώτες. Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι η άρση των capital controls εμπεδώνει το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία και όπως αποδείχτηκε, από τα προηγούμενα σταδιακά βήματα χαλάρωσης, δεν σημειώθηκαν εκροές, αλλά αντίθετα οι καταθέσεις αυξήθηκαν.
Εκτός τραπεζών 28 δισ. ευρώ
Αυτό που φοβίζει τους τραπεζίτες είναι ότι εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος ένα πολύ μεγάλο ποσό μετρητών, που υπερέβαινε τα 28 δισ. ευρώ με βάση στοιχεία της νομισματικής κυκλοφορίας του Νοεμβρίου 2018.
Δυνητικά αυτό το ποσό θα μπορούσε να επιστρέψει στο τραπεζικό σύστημα με την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και την παροχή δυνατότητας μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό.
Ωστόσο, τα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το ποσό αυτό δύσκολα θα επιστρέψει στις τράπεζες, καθώς δεν πρόκειται για εμπιστοσύνη ή όχι στο τραπεζικό σύστημα, αλλά για πρόσωπα που ανησυχούν για δεσμεύσεις των καταθέσεών τους κυρίως λόγω χρεών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στο πλαίσιο αυτό, κυβέρνηση και τράπεζες δεν μπορούν να προσδοκούν σε επιστροφή χρήματος από τα «στρώματα» στο τραπεζικό σύστημα, αφού ο φόβος των συγκεκριμένων είναι η δέσμευση ή η κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών από την εφορία.
Παράλληλα, οι τράπεζες ανησυχούν και για τους καταθέτες που δεν προχώρησαν σε αναλήψεις σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Καθώς το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τοξικότητα εξαιτίας του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, κανείς δεν θα μπορούσε στην περίπτωση της πλήρους απελευθέρωσης να αποκλείσει από αυτή τη μερίδα των καταθετών τη μεταφορά κεφαλαίων προς το εξωτερικό.
Πάντως, από τον Απρίλιο του 2017, όταν οι καταθέσεις έφθασαν στο ιστορικό χαμηλό τους, η αύξηση που έχει σημειωθεί φθάνει Όπως καταμαρτυρούν τραπεζικοί κύκλοι που προσμετρούν τις τάσεις επιστροφής καταθέσεων στο γκισέ, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν καταθέσεις στο εξωτερικό. Ως τέτοιοι θεωρούνται στοιχεία αβεβαιότητας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια νέα κρίση εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία, με αφετηρία την κατάσταση των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Επίσης, οι εκλογές και η επίδραση της προεκλογικής περιόδου δεν θα πρέπει να θεωρείται ένα αμελητέος παράγοντας. Οι τραπεζίτες εκτιμούν πως οι καταθέτες θα πρέπει πριν από την πλήρη άρση των capital controls να έχουν πεισθεί πως θα προχωρήσει γρήγορα η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.
Η προεκλογική περίοδος που έχει ξεκινήσει αποτελεί βασικό εμπόδιο στις κινήσεις που θα πραγματοποιηθούν σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, ιδιαίτερα δε των ιδιωτών που ακουμπούν στην προστασία της πρώτης κατοικίας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τραπεζίτες θεωρούν πως εφόσον κλείσει χωρίς προβλήματα η δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση θα πρέπει να γίνει ένα πρόγραμμα, που θα εκτελεστεί σταδιακά, σε ό,τι αφορά την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
Σε πρώτη φάση θα πρέπει να διευκολυνθούν περαιτέρω οι επιχειρήσεις και στη συνέχεια τα μέτρα της πλήρους απελευθέρωσης να επεκταθούν και στους ιδιώτες.