Απεβίωσε 94 ετών ο διεθνούς φήμης Έλληνας γλύπτης
«Έφυγε» ο Takis, ο θρύλος της σύγχρονης γλυπτικής
Οδιεθνούς φήμης Έλληνας γλύπτης Παναγιώτης Βασιλάκης, γνωστός ως Takis, πέθανε σε ηλικία 94 ετών.
Ένας αληθινός πρωτοπόρος, επαναστάτης και θρύλος, ο οποίος θα μείνει για πάντα αλησμόνητος. Ένα παραγωγικό και δημιουργικό μυαλό, του οποίου η εφευρετικότητα, το πάθος και η φαντασία ήταν αστείρευτα, διερεύνησε πολλούς καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς ορίζοντες, όπως μεταξύ άλλων τη μουσική και το θέατρο, και επαναπροσδιόρισε τα όρια στη σύγχρονη τέχνη.
Πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης
Ο Παναγιώτης Βασιλάκης αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας εικαστικής σκηνής. Πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης, ξεδίπλωσε το καλλιτεχνικό του ταλέντο μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και επιβλήθηκε προσφέροντας μια διαφορετική προσέγγιση της κινητικής τέχνης. Καλλιτέχνης αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες, συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Ο Takis, ως «ακάματος δουλευτής των μαγνητικών πεδίων …», δημιούργησε κινητικά έργα τέχνης που έχουν εμπνεύσει ζωγράφους, γλύπτες και ποιητές.
Γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα. Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του σημαδεύονται από αλλεπάλληλους πολέμους από τους οποίους η Ελλάδα υπέφερε -όπως η γερμανική και ιταλική κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος. Η οικονομική ευμάρεια της οικογένειάς του είχε πληγεί ήδη από το 1922, δηλαδή την περίοδο της μικρασιατικής καταστροφής.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία σε ηλικία περίπου 20 ετών -παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες, σε ένα υπόγειο εργαστήρι, όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Πικάσο και του Τζιακομέτι. Το 1952 δημιουργεί το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο, στην περιοχή της Ανάκασας. Τα πρώτα έργα του είναι προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο, εμπνευσμένα και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Στα τέλη του 1953 αναχωρεί για το Παρίσι. Το 1954, φτάνοντας στο Παρίσι εντάσσεται για λίγους μήνες στο ατελιέ του Brancusi. Τα τρία, περίπου, επόμενα χρόνια ταξιδεύει και ζει ανάμεσα στο Παρίσι και το Λονδίνο, όπου εμπνέεται και δημιουργεί τα πρώτα του κινητικά έργα. Εντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Calais της Γαλλίας, δημιουργεί τα πρώτα του Σινιάλα, τα οποία ενώ στην αρχή είναι άκαμπτα και έχουν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους, σταδιακά αλλάζουν μορφή.
Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός
Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965 ο Takis, ως καλλιτεχνική διάνοια ήδη από τότε, πειραματίζεται με όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος και της φύσης τα οποία είναι γύρω μας, αλλά αδυνατούμε να εντοπίσουμε με γυμνό μάτι. Αυτά τα στοιχεία θα αποτελέσουν τη βάση της καλλιτεχνικής του πορείας και εξερεύνησης, καθώς χάρη σε αυτά διακρίνεται, ξεχωρίζει και καινοτομεί. Εξερευνά τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων, τα οποία αποτελούν ένα από τα θεμέλια του έργου του στην καλλιτεχνική του έρευνα. Πειραματίζεται με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως όπως και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς των Νεο-Ρεαλιστών της δεκαετίας του 1960 στο Παρίσι.
Ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά
Χρονιά-ορόσημο της περιόδου εκείνης αποτελεί το 1960, όταν ο Takis πραγματοποιεί την περφόρμανς «Το Αδύνατον - Ο Άνθρωπος στο Διάστημα» σε συνεργασία με τον φίλο του Νοτιοαφρικανό ποιητή Sinclair Beiles. Το 1968 μετακομίζει στη Μασαχουσέτη, όπου προσκαλείται με υποτροφία ως ερευνητής από το πανεπιστήμιο του ΜΙΤ και πιο συγκεκριμένα από το Κέντρο Προηγμένων Οπτικών Μελετών. Εκεί δημιουργεί μια σειρά από ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά. Μελετά την υδροδυναμική ενέργεια και δίνει μορφή στην επινόησή του με τίτλο «Υδροδυναμική της Θαλάσσιας Ταλάντωσης», ενώ παράλληλα εμπνέεται και μια σειρά από υδρομαγνητικά γλυπτά.
Το 1986, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ίδρυσε το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (KETE) στο Γεροβουνό Αττικής, του οποίου τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το 1993. Παρά το γεγονός ότι ήταν αναγνωρισμένος για τα κινητικά του γλυπτά, ο Takis πρωτοπόρησε και στη δημιουργία σκηνικών, καθώς και στη μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων.