«Φλερτ» πολυτελείας LVMH - Tiffany αξίας 16,7 δισ. δολ.
Πολύ κοντά σε συμφωνία εξαγοράς οι δύο όμιλοι μετά την τρίτη βελτιωμένη προσφορά
Επί ποδός βρίσκεται νέα μεγάλη συμφωνία στον χώρο των πολυτελών ειδών, καθώς ο γαλλικός όμιλος LVMH ανέβασε την προσφορά του, για τρίτη φορά, για την εξαγορά της Tiffany & Co. στα 16,7 δισ. δολ., με προσκείμενες πηγές να αποκαλύπτουν ότι η συμφωνία μπορεί να ανακοινωθεί μέσα στις επόμενες ώρες, ακόμη και σήμερα Δευτέρα. Τα Διοικητικά Συμβούλια των δύο ομίλων επρόκειτο να συναντηθούν αργά χθες το βράδυ για να εγκρίνουν την τελευταία προσφορά, που βρίσκεται στα 135 δολάρια ανά μετοχή (12,5% πάνω από την αρχική προσφορά των 120 δολαρίων ανά μετοχή) που έκανε η LVMH για τον αμερικανικό όμιλο, γνωστός από τα διαμαντένια δακτυλίδια αρραβώνων. Η συμφωνία είναι πολύ πιθανόν να ανακοινωθεί σήμερα, όπως αποκάλυψαν οι πηγές, αν και παραμένουν συγκρατημένες, καθώς υπάρχουν ακόμη κάποια εμπόδια που θα πρέπει να υπερκεραστούν για την υπογραφή της συμφωνίας. Η συμφωνία, από τις μεγαλύτερες στην καριέρα του Μπερνάρ Αρνό, ιδιοκτήτη της LVMH και του πλουσιότερου άνδρα της Ευρώπης, θα προσφέρει στον Γάλλο ιδιοκτήτη των γνωστών brands, Louis Vuitton, Dior και Sephora, ένα νέο όνομα στον χώρο των πολυτελών ειδών, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στους Ασιάτες καταναλωτές, και ταυτόχρονα ακόμη μεγαλύτερη πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.
Οι δύο πλευρές βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις εδώ και αρκετές εβδομάδες, από τη στιγμή που η LVMH υπέβαλε την πρώτη προσφορά της στα 120 δολάρια ανά μετοχή. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο γαλλικός όμιλος αύξησε την προσφορά του στα 130 δολάρια ανά μετοχή και εξασφάλισε πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία της Tiffany. Τελευταία στιγμή η προσφορά αυξήθηκε στα 135 δολάρια η μετοχή. Μέχρι στιγμής, οι δύο εταιρείες έχουν αποφύγει οιοδήποτε σχόλιο.
Πρόγραμμα αναδιάρθρωσης
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Tiffany συνέχισε να διαπραγματεύεται τη συμφωνία, μετά την πρώτη προσφορά που δέχθηκε, με την προοπτική να επιτύχει καλύτερη τιμή, με αναλυτές της Credit Suisse να θεωρούν ότι ο αμερικανικός όμιλος θα δεχόταν μόνο μία προσφορά, γύρω στα 140 έως 160 δολ. η μετοχή. Όμως, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν κάποιοι άλλοι αναλυτές, δεν έχει και πολλά περιθώρια, καθότι οι κορυφαίοι ανταγωνιστές στην αγορά πολυτελών ειδών, Kering, που ελέγχουν την Gucci και Richemont της Ελβετίας που έχει τα ρολόγια Cartier, δεν έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μπουν στον πόλεμο προσφορών. Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της Tiffany από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Αλεσάντρο Μποκλιόλο, θα χρειαστεί αρκετό καιρό για να αποδώσει καρπούς. Επειδή, δε, οι μετοχές της Tiffany έχουν απολέσει ένα τρίτο της αξίας τους από πέρυσι τον Ιούλιο, όταν άγγιξαν ιστορικό υψηλό, οι μέτοχοί της είναι πολύ πιθανόν να δώσουν το πράσινο φως για την επίτευξη της συμφωνίας.
H LVMH αγόρασε το 2011 την Bulgari, ένα brand που τη βοήθησε να μεταμορφώσει τη μικρότερη και σχετικά νεότερη επιχειρηματική της δραστηριότητα στον χώρο του κοσμήματος και των ρολογιών. Ενώ όμως η LVMH υποσκελίζει την Tiffany με πω
λήσεις αξίας άνω των 50 δισ. δολαρίων, ο γαλλικός γίγαντας δεν έχει τόσο περίοπτη θέση στο κόσμημα όσο στον χώρο της μόδας ή των καλλυντικών. Το κόσμημα αποτέλεσε μία από τις πιο ισχυρές σε επιδόσεις δραστηριότητα της αγοράς πολυτελών ειδών το 2018, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Bain & Co., η οποία εκτιμά ότι οι διεθνείς πωλήσεις θα αυξηθούν 7% φέτος, φθάνοντας την αξία των 18 δισ. ευρώ.
Σε άνοδο ο κλάδος
Σύμφωνα με αναλυτές, η παγκόσμια αγορά πολυτελών ειδών θα συνεχίσει να αυξάνεται φθάνοντας στα 445 δισ. δολ. έως το 2025. Με βάση, δε, την εταιρεία συμβούλων σε θέματα μάρκετινγκ Interbrand, η Gucci θεωρείται το brand με την ταχύτερη ανάπτυξη φέτος, με την αξία του συγκεκριμένου brand να έχει αυξηθεί 23% από πέρυσι. Γενικότερα, η αγορά πολυτελών ειδών και το λιανεμπόριο θεωρούνται ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος κλάδος -ξεπερνώντας ακόμη και τον τεχνολογικό- με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 11%.
Ένας βασικός παράγοντας που θα έδινε νέα ώθηση στις πωλήσεις πολυτελών ειδών είναι ο τερματισμός του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας, δεδομένου ότι οι εμπορικές διενέξεις πλήττουν τον καταναλωτή. Ο Ρόμπερτ Ο’Μπράιαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, ανακοίνωσε ότι η «πρώτη φάση» μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου είναι ακόμη πιθανό να υπογραφεί μέχρι το τέλος του έτους, παρότι προειδοποίησε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν πρόκειται να παραβλέψει τις εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ.