Η επιτάχυνση των επενδύσεων συνάρτηση για αύξηση του ΑΕΠ
Τι προβλέπει ο ΣΕΒ για το τελευταίο τρίμηνο του έτους - Θετικά στοιχεία η μείωση φορολογίας και ο αναπτυξιακός
Επιτάχυνση των επενδύσεων προβλέπει για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, αλλά και το 2020, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, καθώς, όπως επισημαίνει, «η συνολική φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων μειώθηκε, ο βαθμός προβλεψιμότητας σε ό,τι αφορά το φορολογικό πλαίσιο αυξήθηκε και το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων αναβαθμίσθηκε σημαντικά με τον αναπτυξιακό
νόμο». Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΕΒ προειδοποιεί ότι «θα χρειαστεί σημαντική ανάκαμψη στις επενδύσεις σε πάγια και στην ιδιωτική κατανάλωση κατά το τέταρτο τρίμηνο, ώστε ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να διαμορφωθεί άνω του 2%, όπως προβλέπεται στον Προϋπολογισμό 2020. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη σημαντική υστέρηση που εμφανίζουν οι επενδύσεις σε πάγια και η ιδιωτική κατανάλωση σε σχέ
ση με τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού 2020, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι οι καθαρές εξαγωγές στο ενιάμηνο του 2019 προοιωνίζονται καλύτερες επιδόσεις απ’ ό, τι αποτυπώνουν οι προβλέψεις στον Προϋπολογισμό 2020. Συγκεκριμένα, στον Προϋπολογισμό 2020 προβλέπεται αύξηση των επενδύσεων σε πάγια το 2019 κατά 8,8%, έναντι αύξησης 1% στο ενιάμηνο του 2019. Αυτό απαιτεί αύξηση επενδύσεων σε
πάγια 33,8% το 4ο τρίμηνο του 2019, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Επίσης, η πρόβλεψη του Προϋπολογισμού 2020 για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,6%, το 2019 προϋποθέτει αύξηση κατά 1,8% το 4ο τρίμηνο του 2019, που θεωρείται επίσης μάλλον ανέφικτη, δεδομένου ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης ήδη διαμορφώνεται σε 0,2% στο ενιάμηνο του 2019». «Σε κάθε περίπτωση,
στο ενιάμηνο του 2019 η αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώνεται σε 2,2% έναντι +1,9% για όλο το 2018, με τις συνιστώσες του ΑΕΠ να μην αφήνουν, όμως, μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς, πέραν των καθαρών εξαγωγών που συμβάλλουν σημαντικά με 1 π.μ. στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων σε πάγια περιορίζονται σε 0,1 π.μ. η κάθε μία, με τη δημόσια κατανάλωση να
συμβάλλει κατά 0,6 π.μ. και τη μεταβολή των αποθεμάτων κατά 0,3 π.μ. Η εικόνα αυτή αναδεικνύει την αδυναμία της εγχώριας ζήτησης να οδηγήσει σε ισχυρή ανάκαμψη την ελληνική οικονομία, σε μια συγκυρία όπου η εξωτερική ζήτηση αποκλιμακώνεται, λόγω των εμπορικών ανταγωνισμών που προκαλούν αβεβαιότητες και ασκούν δυσμενείς επιδράσεις στις επενδύσεις διεθνώς».