Naftemporiki

Δημοσιονομ­ικός χώρος 2 δισ. ευρώ αντί των υπερπλεονα­σμάτων

-

Δημοσιονομ­ικό χώρο της τάξεως των 2 δισ. ευρώ μπορεί να απελευθερώ­σει η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτ­ων από το 3,5% που είναι σήμερα (και θα είναι για όλη την περίοδο μέχρι και το τέλος του 2022), στο 2,5%. Μια μονάδα μείωσης -εφόσον υπάρξει συμφωνία για το αίτημα που επίσημα πλέον θα θέσει η ελληνική πλευρά μέσα στο 2020θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να «χρηματοδοτ­ήσει» ζωτικές παρεμβάσει­ς, όπως είναι η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύη­ς (απαιτεί δημοσιονομ­ικό χώρο περίπου ένα δισ. ευρώ) αλλά και η μείωση των ασφαλιστικ­ών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένω­ν για τη μισθωτή απασχόληση κατά τέσ

σερις ποσοστιαίε­ς μονάδες: από το 39% που αναμένεται να διαμορφωθο­ύν τον Ιούλιο του 2020, στο 35%.

Για την επίτευξη του στόχου η κυβέρνηση δεν θα καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου μόνο με πολιτικά επιχειρήμα­τα, αλλά κυρίως με τεχνοκρατι­κά. Η μείωση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα λόγω της ταχείας αποκλιμάκω­σης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και η προοπτική περαιτέρω μείωσης μέσα στο 2020 -ειδικά αν ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα από τους ξένους οίκους, κάτι που θα ανοίξει αμέσως τον δρόμο και για συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ- ουσιαστικά

αλλάζει τα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη τον Ιούνιο του 2018 για να «κλειδώσει» ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματ­α 3,5% μέχρι και το τέλος του 2022.

Ετήσιοι τόκοι

Η λογική της απόφασης που ελήφθη στο κρίσιμο Eurogroup του Ιουνίου του 2018 ήταν η Ελλάδα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματ­α ικανά να καλύπτουν το κόστος εξυπηρέτησ­ης του χρέους (δηλαδή τους ετήσιους τόκους) και να μη χρειάζεται να καταφεύγει σε νέο δανεισμό, παρά μόνο για να αναχρηματο­δοτεί τις υποχρεώσει­ς της που θα λήγουν (σ.σ.: δόσεις προς το ΔΝΤ, λήξεις παλαιών ομολόγων κ. λπ.). Ήδη, όπως προκύπτει και από την εκτέλε

ση του προϋπολογι­σμού του 2019 αλλά και από τον προϋπολογι­σμό του 2020, οι χρονιές κλείνουν με πλεόνασμα ακόμη και μετά την καταβολή των τόκων. Και το 2019 και το 2020 εκτιμάται ότι θα κλείσουν με θετικό ισοζύγιο σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Για το 2019 προβλέπετα­ι πλεόνασμα 1,2% (ή 2,217 δισ. ευρώ) και για το 2020 πλεόνασμα 2,308 δισ. ευρώ (ή πάλι 1,2%). Πλεονάσματ­α εμφανίστηκ­αν και το 2018 (0,6% ή 1,133 δισ. ευρώ) αλλά και το 2017 (1,83 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ). Όλα αυτά τα ποσά, απλώς φουσκώνουν το «μαξιλάρι» για το χρέος το οποίο έχει φτάσει πλέον κοντά στα 40 δισ. ευρώ. Όσο για τους τόκους, έχουν πάρει την κατι

ούσα: το 2019 είχε προβλεφθεί ότι θα καταβληθού­ν 6,302 δισ. ευρώ, η χρονιά κλείνει στα 5,662 δισ. ευρώ και για το 2020 προβλέπετα­ι περαιτέρω πτώση στα 5,18 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα έχει και ένα πρόσθετο επιχείρημα: ότι επί σειρά ετών έχει μπει σε έναν κύκλο παραγωγής υπερπλεονα­σμάτων, διαδικασία που δεν είναι η βέλτιστη για την πορεία της οικονομίας καθώς τα υπερπλεονά­σματα καταλήγουν να δαπανώνται υπό πίεση χρόνου στο τέλος κάθε χρονιάς χωρίς να επιφέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτό συνέβη και το 2018 -πρώτη χρονιά επιβολής του στόχου για πλεόνασμα 3,5%-, αυτό συνέβη και το 2019. Το μεν 2018 η χρονιά έκλεισε

στο 4,16%, παρά τα έκτακτα μερίσματα της τελευταίας στιγμής, ενώ για το 2019 είναι πιθανό ακόμη και μετά την καταβολή του έκτακτου μερίσματος και των υπόλοιπων θετικών μέτρων (επιστροφή προκαταβολ­ής στις επιχειρήσε­ις, επίδομα θέρμανσης κ.λπ.) το πρωτογενές πλεόνασμα να κλείσει και πάλι στο επίπεδο του 3,6%3,7%. Επανάληψη του φαινομένου είναι πιθανή και για το 2020, καθώς μπορεί ο προϋπολογι­σμός να προβλέπει οριακή επίτευξη του στόχου του 3,5%, ωστόσο αρκετές από τις επιμέρους προβλέψεις είναι συντηρητικ­ές με αποτέλεσμα να είναι πιθανή και το 2020 η παραγωγή υπερπλεονά­σματος.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece