Μιση για τα χρέη προς το Δημόσιο
Υπολογίζονται οι δόσεις -Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οφειλετών - Πότε θα χάνεται η ρύθμιση
ματος, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
4
Προκειμένου να καθοριστούν ο αριθμός και τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που δικαιούται κάθε οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο για να ρυθμίσει κάποιο έκτακτο χρέος του θα λαμβάνεται υπ’ όψιν το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά του. Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού θα αθροίζονται όλα τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που έχουν επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος ή έχουν απαλλαγεί από τον φόρο εισοδήματος ή έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, ακόμη κι αυτά που απαλλάχθηκαν ή εξαιρέθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
5
Εναλλακτικά, για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων και του ύψους κάθε μη
νιαίας δόσης, σε περίπτωση αίτησης για ρύθμιση εκτάκτου χρέους, θα λαμβάνεται υπ’ όψιν το τεκμαρτό εισόδημα αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό.
6
Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί πάντως να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.
7
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα: α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα, β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και γ) αν οι συνολικές βασικές οφει
λές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
8
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση θα απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτησηυπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που θα λειτουργεί στο σύστημα TAXISnet. 9
Η πρώτη δόση της ρύθμισης πρέπει να καταβάλλεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
10
Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
11
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως και 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.
12
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%).
13
Η ρύθμιση θα χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης: α) δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς, β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός, γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους, δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά, ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση. 14
Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
15
Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα αναστέλλει τυχόν δεσμεύσεις και κατασχέσεις που έχουν ήδη επιβληθεί σε απαιτήσεις του οφειλέτη εις χείρας τρίτων, αλλά τα ποσά που θα προκύπτουν από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είσπραξης θα μειώνουν ισόποσα τα υπόλοιπα των ρυθμιζόμενων οφειλών. Δηλαδή οι οφειλέτες εναντίον των οποίων έχουν ήδη ξεκινήσει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και κατασχέσεις στα υπόλοιπα των καταθέσεών τους ή κατασχέσεις σε μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιδόματα, επιδοτήσεις κ. λπ. δεν θα απαλλάσσονται από τα επαχθή αυτά μέτρα με την υπαγωγή τους στη νέα πάγια ρύθμιση. Κάθε φορά που θα πιστώνονται ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικότερα κάθε φορά που συγκεκριμένες χρηματικές απαιτήσεις τους θα βρίσκονται στα χέρια αυτών που πρόκειται να τους τις εξοφλήσουν θα εξακολουθούν να δεσμεύονται και να κατάσχονται από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου των οφειλών που θα έχουν ενταχθεί στη νέα πάγια ρύθμιση.
16
Η Φορολογική Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση να μη του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου. 17
Η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί κι από μόνη της, μετά την υπαγωγή του οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση, να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του ιδίου, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η ρυθμιζόμενη οφειλή του δεν είναι «ασφαλισμένη».
18
Ακόμη κι αν ο οφειλέτης έχει βάλει ήδη υποθήκη ένα ή περισσότερα από τα ακίνητά του με σκοπό να εξασφαλίσει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας όχι για να πωλήσει ακίνητο αλλά για να εισπράξει χρήματα από φορείς του Δημοσίου, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να του παρακρατά ένα σημαντικό ποσοστό από τα χρήματα που δικαιούται, για να μειώσει ή να εξαλείψει πλήρως το υπόλοιπο της οφειλής που θα έχει εντάξει στη νέα πάγια ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη από το Δημόσιο με τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά των μηνιαίων δόσεων της νέας πάγιας ρύθμισης.