Ζητείται δημοσιονομικός χώρος για εφαρμογή φοροελαφρύνσεων
Προς κάλυψη 2 δισ. για τον προϋπολογισμό του 2021 και 400-500 εκατ. φέτος
Δημοσιονομικό χώρο άνω των 2 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2021, αλλά και τουλάχιστον 400-500 εκατ. ευρώ μέσα στο τρέχον έτος ψάχνει η κυβέρνηση για να υλοποιήσει το επιθετικό σχέδιο μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που περιέγραψε ο πρωθυπουργός το βράδυ της Πέμπτης. Η πλήρης κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης το 2021 από μόνη της προϋποθέτει «χρηματοδότηση» με 1,16 δισ. ευρώ, ενώ για να γίνει μια μέση μείωση της τάξεως του 30% κατά το τρέχον έτος χρειάζονται περίπου 400 εκατ. ευρώ. H νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ μπορεί να «αυτοχρηματοδοτηθεί» μέσα από τη διαδικασία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, ενώ η ταχύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί επίσης να καλυφθεί δημοσιονομικά από την αναβολή της δεύτερης μείωσης του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων. Όσο για την έναρξη της διαδικασίας κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος, προϋποθέτει την εξεύρεση πόρων περίπου 150 εκατ. ευρώ προκειμένου η μείωση να φτάσει στο 30%. Βέβαια, η κυβέρνηση έχει ήδη «φορτώσει» τον προϋπολογισμό του 2021. Η ενεργοποίηση της νέας φορολογικής κλίμακας για τους αυτοαπασχολούμενους θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα της επόμενης χρονιάς κατά τουλά
χιστον 300-400 εκατ. ευρώ, ενώ η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών από τον Ιούλιο του 2020, θα έχει πολύ μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος το 2021. Πρώτον, επειδή η μείωση θα εφαρμοστεί για ολόκληρη τη χρονιά και, δεύτερον, διότι για το 2021 έχει ούτως ή άλλως προγραμματιστεί η νέα μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Στον προϋπολογισμό του 2021 θα «χτυπήσει» επίσης η θέσπιση της έκπτωσης φόρου για τις ανακαινίσεις ακινήτων. Η δύσκολη αυτή δημοσιονομική εξίσωση και για το 2020 και για το 2021 θα χρειαστεί αρκετούς μήνες για να λυθεί, ενώ ακόμη και η κατάθεση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής που προγραμματίζεται για τον Μάιο δεν αναμένεται να δώσει απαντήσεις.
Ανεβασμένος πήχης
Η ψήφιση των μέτρων που πε
ριέγραψε ο πρωθυπουργός, εκτός από την ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού της φετινής χρονιάς, αλλά και την επίτευξη ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης -ο πρωθυπουργός ανέβασε ακόμη περισσότερο τον πήχη για το 2020 βάζοντάς τον στο 3%-, προϋποθέτει και την αίσια έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς τόσο για τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και για την απόκτηση του δικαιώματος μεταφοράς υπερπλεονασμάτων από τη μια χρονιά στην άλλη. Οι διαπραγματεύσεις θα είναι συνεχείς μέσα στους επόμενους μήνες. Μέχρι τον Μάιο θα πρέπει να ληφθούν οι αποφάσεις για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν μέσα στο τρέχον έτος, ενώ οι παρεμβάσεις για το 2021 θα συνοδέψουν τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Η αναφορά του πρωθυπουργού ότι το 2019 κλείνει με υπερπλεόνασμα παρά τα μέτρα που
ενεργοποιήθηκαν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς (σ.σ.: επιστροφή προκαταβολής φόρου στις επιχειρήσεις, διανομή έκτακτου κοινωνικού μερίσματος και καταβολή του επιδόματος θέρμανσης) βοηθάει τα σχέδια της κυβέρνησης για πρόσθετα -και μόνιμου χαρακτήρα- μέτρα ελάφρυνσης μέσα στο 2020, καθώς δείχνει ότι υπάρχουν αντοχές στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Δεδομένου ότι η εισφορά αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα αποδίδει (σ.σ.: με βάση τον προϋπολογισμό του 2020) περίπου 1,16 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, μια μέση μείωση κατά 30% χρειάζεται κοντά στα 350- 400 εκατ. ευρώ (ή μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ λιγότερα αν υπολογίσει κανείς την αύξηση της απασχόλησης αλλά και την προοπτική βελτίωσης των αποδοχών). Πηγή χρηματοδότησης για αυτή τη μείωση δεν έχει φανεί μέχρι στιγμής, καθώς βρισκόμαστε ακόμη στις πρώτες ημέρες εκτέλεσης του προϋπολογισμού της φετινής χρονιάς (σ.σ.: για την ακρίβεια, ούτε καν στις πρώτες ημέρες, καθώς τα έσοδα του πρώτου διμήνου ουσιαστικά αποτελούν το κλείσιμο του προϋπολογισμού του 2019). Επίσης, το ακριβές δημοσιονομικό κόστος εξαρτάται και από το πώς ακριβώς θα υλοποιηθεί η μείωση. Για να επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός του 2020, σημαίνει ότι η νέα κλίμακα υπολογισμού της εισφοράς θα αφορά τα εισοδήματα του 2020 και μάλιστα ότι θα ισχύσει αναδρομικά από τις αρχές της φετινής χρονιάς. Το όφελος θα φανεί άμεσα στον καθαρό μισθό των μισθωτών ή των συνταξιούχων μέσα από τη διαδικασία της παρακράτησης. Ωστόσο, για τους αυτοαπασχολούμενους το όφελος (και κατά συνέπεια το δημοσιονομικό κόστος) μεταφέρεται για το 2021. Αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια που φέρουν την κυβέρνηση να προωθεί και τη μείωση του τέλους επιτηδεύματος, αυτό δεν θα επηρεάσει τον προϋπολογισμό του 2020 αλλά του 2021. Το τέλος επιτηδεύματος αποδίδει 482 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, οπότε η πρώτη μείωση της τάξεως του 30% χρειάζεται περίπου 150 εκατ. ευρώ. Αν αυτό το ποσό προστεθεί στην πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, ξεπερνάμε το 1 δισ. ευρώ, ποσό που μπορεί εύκολα να βρεθεί μόνο αν αλλάξει ο δημοσιονομικός στόχος και δεν χρειαστεί να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.