Ένα stress test για τα δημόσια συστήματα υγείας
Στις 25 Ιανουαρίου το Chatham House και το Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν φιλοξένησαν τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούτσιν για μια συζήτηση σχετικά με την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ και τον κόσμο. Ο Μνούτσιν είχε έρθει κατευθείαν από την ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, όμως το κυρίαρχο θέμα αυτής της διάλεξης («καπιταλισμός των μετόχων») είχε ήδη παραμερισθεί από τις ευρύτερες εξελίξεις. Το ξέσπασμα του κορονοϊού (Covid-19) είχε εξελιχθεί σε τεράστιο πρόβλημα για την Κίνα και σύντομα θα απειλούσε ολόκληρο τον κόσμο.
Ως κάποιος του οποίου η σταδιοδρομία συμπεριέλαβε εργασίες για τους κινδύνους από τις λοιμώδεις νόσους, ένιωσα κάποια συμπάθεια για τα σχόλια του Μνούτσιν στο Νταβός, όπου επεσήμανε ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι η μόνη πολιτική πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος (δεν υποστηρίζω, ωστόσο, την υπονόμευση της Σουηδής ακτιβίστριας για το κλίμα Γκρέτα Τούνμπεργκ για την ίδια περίπτωση).
Σύμφωνα με την ανασκόπηση του 2016 του Ηνωμένου Βασιλείου για την Αντιμικροβιακή Αντίσταση (AMR), στην οποία ήμουν επικεφαλής, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο πρέπει να επιδιώξουν μεσοπρόθεσμα 29 βασικές παρεμβάσεις, προκειμένου να αποφευχθεί μια δαπανηρή και θανατηφόρα παγκόσμια κρίση για την υγεία. Συγκεκριμένα, προειδοποιήσαμε ότι ελλείψει συντονισμένης δράσης τα ανθεκτικά στα φάρμακα μικρόβια θα μπορούσαν να στοιχίσουν τη ζωή σε περίπου 10 εκατομμύρια ζωές ετησίως έως το 2050, με συνολικό κόστος για το παγκόσμιο ΑΕΠ ύψους περίπου 100 τρισ. δολαρίων.
Επί του παρόντος η κρίση του Covid-19 είναι μπροστά μας. Δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμο εμβόλιο και τα παγκόσμια συστήματα υγείας σε όλο τον κόσμο αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστα και ανεπαρκή για να διαχειριστούν μια ταχέως μεταβαλλόμενη πανδημία. Από τους δέκα ευρείς τομείς που καλύπτονται από την ανασκόπηση και τις συστάσεις για την πολιτική, τουλάχιστον δύο είναι ζωτικοί για την καταπολέμηση του Covid-19. Το πρώτο είναι η υγεία και η υγιεινή. Μέχρι τώρα, όλοι θα έχουν ακούσει ότι πρέπει να πλένουν τα χέρια τους συχνά και σχολαστικά (βοηθά να τραγουδάμε ολόκληρο το « Happy Birthday » ενώ το κάνουμε). Όμως, ενώ το πλύσιμο των χεριών και άλλα βασικά μέτρα υγιεινής είναι απαραίτητα, δεν επαρκούν για την αποτροπή της εξάπλωσης ιικών και βακτηριακών λοιμώξεων.
Πιο συγκεκριμένα, η κρίση του Covid-19 θέτει ένα άλλο θέμα που έχω υπερασπισθεί από καιρό: την ετοιμότητα του δημόσιου τομέα υγείας. Στο πλαίσιο των ετήσιων αναθεωρήσεων του άρθρου IV των χωρών-μελών του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να αξιολογεί τη δυναμική και την ετοιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας. Για να απονείμω τα εύσημα στο Ταμείο, έχω προσκληθεί στα κεντρικά του για να συζητήσω αυτήν την ιδέα. Όμως, η διαίσθησή μου είναι ότι η ηγεσία του ΔΝΤ θα αποστασιοποιηθεί, με το σκεπτικό ότι το ίδρυμά τους δεν έχει το πλεονέκτημα στην ανάλυση των συστημάτων υγείας όπως έχει στα δημοσιονομικά και σε άλλα θέματα.
Ωστόσο, η έλλειψη πλεονεκτήματος του ΔΝΤ για την αλλαγή του κλίματος δεν το εμπόδισε να δημοσιεύσει πολιτικές δηλώσεις σχετικά με αυτό το θέμα. Εν προκειμένω θα πρέπει να ισχύσει το εξής: Όπως δείχνουν οι αγορές, δεν μπορεί κανείς να κάνει διάκριση μεταξύ της χρηματοδότησης και άλλων θεμάτων, όπως η κλιματική αλλαγή ή η δημόσια υγεία. Θα πρέπει να είναι προφανές ότι η αποφυγή της εξάπλωσης λοιμωδών νοσημάτων μπορεί και θα έχει άμεση επίπτωση στις μακροοικονομικές συνθήκες.
Όταν συναντηθήκαμε με τον Μνούτσιν στα τέλη Ιανουαρίου, ο Covid-19 εξακολουθούσε να θεωρείται ευρέως ως κινεζικό πρόβλημα, με πολλούς αναλυτές να υποστηρίζουν ότι θα μπορούσε να ανατρέψει την οικονομία και το σύστημα υγείας της Κίνας. Τι δείχνουν τα δεδομένα τώρα; Ένας δείκτης που δημοσιεύεται τακτικά, ο δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών των στελεχών, υποδηλώνει ότι η κινεζική οικονομική δραστηριότητα κατέρρευσε τον Φεβρουάριο, ενώ η καίρια έρευνα PMI της Caixin για τις υπηρεσίες κατέγραψε μείωση του επιχειρηματικού κλίματος κατά 50%. Ο αριθμός αυτός υποδηλώνει ότι η κινεζική οικονομία έχει εξασθενήσει κατά το ήμι
συ. Όμως, δεδομένου ότι οι κινεζικές αρχές σκόπιμα έκλεισαν μεγάλα τμήματα της οικονομίας και περιόρισαν την κυκλοφορία των ανθρώπων, μια σημαντική προσωρινή κάμψη δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Το ερώτημα είναι αν η κινεζική ηγεσία είναι σε θέση να αναστρέψει τα πράγματα.
Κρίνοντας από τη μονάδα μέτρησης εντοπισμού κρουσμάτων Covid-19 σε πραγματικό χρόνο του ινστιτούτου Johns Hopkins, φαίνεται ότι η Κίνα, παρά τα τεράστια αρχικά λάθη της, έχει αντιμετωπίσει το ξέσπασμα - τουλάχιστον προς το παρόν. Από τις 6 Μαρτίου, τα αναφερόμενα στοιχεία ανά επαρχία δείχνουν ότι εκτός της επαρχίας Χουμπέι (το επίκεντρο του Covid-19) περίπου το 95% των αναφερόμενων λοιμώξεων έχει οδηγηθεί σε ανάκτηση της υγείας, ενώ μόνο περί τους 1.200 ανθρώπους εξακολουθούν να υποβάλλονται σε θεραπεία. Δυστυχώς, σχεδόν 110 Κινέζοι έξω από την επαρχία Χουμπέι έχουν πεθάνει, ωστόσο αυτός ο αριθμός είναι μικρότερος από της Ιταλίας. Επιπλέον, από όσα ακούω, οι κινεζικές αρχές επί του παρόντος αποσύρουν προσεκτικά τα όρια για την κυκλοφορία των ανθρώπων και επιτρέπουν στην οικονομία να επιστρέψει σταδιακά στην κανονικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι οι αριθμοί του Μαρτίου θα πρέπει να παρουσιάσουν αξιοσημείωτη μεταβολή.
Τι γίνεται με εμάς τους υπόλοιπους; Τα νούμερα της Ιταλίας για τον Covid-19 είναι ανησυχητικά: το ποσοστό θνησιμότητας της χώρας δεν είναι μόνο πολύ υψηλότερο από αυτό της Κίνας, αλλά και δραματικά υψηλότερο από αυτό της Νότιας Κορέας, παρόλο που η χώρα έχει σχεδόν τον ίδιο
αριθμό περιπτώσεων. Στις ΗΠΑ, οι αγορές μετοχών ανησυχούν σαφώς και όχι για τις συμβατικές κυκλικές αιτίες. Φαίνεται να υπάρχει εντεινόμενος φόβος ότι η επιδημία θα εκθέσει τις πλήρεις αποτυχίες και το κόστος του αμερικανικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, οι Αρχές των ΗΠΑ απέτυχαν να εφαρμόσουν νωρίς μερικά από τα πιο βασικά μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού.
Όπως λέει και η παλιά παροιμία, κανείς ποτέ δεν πρέπει να αφήσει μια κρίση να πάει χαμένη. Η τεράστια προσοχή που επικεντρώνεται στον Covid-19 δημιουργεί μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε πώς προετοιμαζόμαστε για τέτοιες προκλήσεις και πώς τις διαχειριζόμαστε. Εκφράζεται η ελπίδα ότι οι ηγέτες του κόσμου, ειδικά εκείνοι των χωρών του G20, θα αναγνωρίσουν την ανάγκη για μεγαλύτερες επενδύσεις στα εθνικά συστήματα υγείας, ώστε το τρέχον κλίμα άγχους να μη γίνει τακτικό στοιχείο της ζωής μας. Και ενώ θα εξετάζουν αυτό, μπορούν να αρχίσουν να διορθώνουν την έλλειψη για νέα αντιβιοτικά, έτσι ώστε να μη μεταφέρουμε το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος της κρίσης AMR στις μελλοντικές γενιές.
Εκφράζεται η ελπίδα ότι οι ηγέτες του κόσμου, ειδικά εκείνοι των χωρών του G20, θα αναγνωρίσουν την ανάγκη για μεγαλύτερες επενδύσεις στα εθνικά συστήματα υγείας, ώστε το τρέχον κλίμα άγχους να μη γίνει τακτικό στοιχείο της ζωής μας.
*ΟΤζιμΟ’Νιλ,πρώηνπρόεδροςτηςGoldman SachsAssetManagementκαιπρώηνυπουργός ΟικονομικώντουΗνωμένουΒασιλείου, είναιπρόεδροςστοΙνστιτούτοChathamHouse.