Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας υπερέβη τα όρια
Στις 5 Μαΐου το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η κυβέρνηση και οι νομοθέτες της χώρας έχουν παραβιάσει το Σύνταγμα, επειδή δεν παρακολούθησαν σωστά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ιδίως το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τομέα (PSPP). Η απόφαση ήταν τόσο αμφιλεγόμενη όσο ακούγεται - ένας πυροβολισμός από πίσω στο στήθος και μέσα στο μάτι, όπως λέει κι ένα γερμανικό ρητό. Και εκεί έγκειται το πρόβλημα. Με έναν θυμωμένο, αυταρχικό τόνο, το δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2018 (CJEU) για το ίδιο θέμα, επειδή είχε παραβιάσει κατάφωρα τις μεθόδους νομικής ερμηνείας από την αδυναμία ορθής εφαρμογής της «αρχής της αναλογικότητας» της Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα, το γερμανικό δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του CJEU είναι εξαιρετικά αδύναμη (πέρα από τις εξουσίες του CJEU) και ως εκ τούτου δεν είναι δεσμευτική. Με άλλα λόγια, ένα ανεξάρτητο δικαστήριο επιτέθηκε στη νομιμότητα της απόφασης άλλου ανεξάρτητου (και σε σχέση με το δίκαιο της Ε.Ε. ανώτερου) δικαστηρίου για την υποτιθέμενη αποτυχία του τελευταίου να αστυνομεύσει μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Το παλιό ερώτημα «Ποιος κυβερνά τους κυβερνήτες;» («Quis custodiet ipsos custodes?») δεν ήταν ποτέ πιο σχετικό.
Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ε.Ε.
Στο πλαίσιο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το CJEU έχει την αποκλειστική εξουσία να ερμηνεύει το δίκαιο της Συνθήκης της Ε.Ε. (σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και να εκδικάζει θέματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (σύμφωνα με το άρθρο 35 του Πρωτοκόλλου της TFEU). Έχοντας ακυρώσει την απόφαση του CJEU, οι Γερμανοί δικαστές ξεκίνησαν τη δική τους ανάλυση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Είναι σημαντικό ότι δεν κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ παρέβη το άρθρο 123 της TFEU, το οποίο απαγορεύει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμμετέχει σε νομισματική χρηματοδότη
ση των προϋπολογισμών των κρατώνμελών. Αντίθετα, υποστήριξαν πως το CJEU δεν κατάφερε να διασφαλίσει ότι η ΕΚΤ εφάρμοσε τη δική της ανάλυση αναλογικότητας, κατά την εκτίμηση του πιθανού αντίκτυπου των πολιτικών της τόσο στα νομισματικά όσο και στα ευρύτερα οικονομικά αποτελέσματα, έχοντας υπ’ όψιν ότι οι εξουσίες της ΕΚΤ περιορίζονται στις νομισματικές πολιτικές.
Οι οικονομολόγοι επεσήμαναν γρήγορα την αδυναμία σαφούς διάκρισης των νομισματικών πολιτικών από τις οικονομικές πολιτικές και χαρακτήρισαν την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου ως «οικονομικά αφελή». Υπάρχει, όμως, ένα βαθύτερο πρόβλημα: ο καταμερισμός των εξουσιών της κυβέρνησης.
Η αστυνόμευση αυτών των ορίων είναι πάντα δύσκολη, αλλά είναι ιδιαίτερα προβληματική στο πλαίσιο του περίεργου καθεστώτος της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ε.Ε. δεν είναι ομοσπονδιακό κράτος και βασίζεται σε εξουσίες που τα κράτη-μέλη εκχωρούν σε αυτήν, περισσότερο σε κάποιους τομείς απ’ ό,τι σε άλλους. Το γερμανικό δικαστήριο υποστηρίζει ότι η αποτυχία του CJEU να ασκήσει έλεγχο στην ΕΚΤ τής επέτρεψε να αγνοήσει τις αποκλειστικές εξουσίες του CJEU να ερμηνεύει το δίκαιο των συνθηκών της Ε.Ε. και αντίθετα ακολούθησε τη δική της ερμηνεία.
Το κριτήριο της αναλογικότητας
Δεν είναι αδύνατο να φαντασθεί κανείς μια σαφή περίπτωση παρανομίας που θα δικαιολογούσε τη θέση του γερμανικού δικαστηρίου, ωστόσο η σωστή η εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Αν και η αρχή έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο των Συνθηκών της Ε.Ε., το κριτήριο της αναλογικότητας δεν είναι τροχοπέδη, παρά ένας οδηγός για τον προσδιορισμό του τρό
που με τον οποίο οι αρμοδιότητες της Ε.Ε. μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ισορροπημένο και αιτιολογημένο τρόπο. Το δικαστήριο ανέλυσε το τεστ αναλογικότητας σε τρία μέρη: την αποτελεσματικότητα, την αναγκαιότητα και τη λιγότερο περιοριστική αξιολόγηση των μέσων. Το CJEU δεν αγνόησε το τεστ στη χειρότερη, απέτυχε να εφαρμόσει πλήρως το τρίτο μέρος. Σύμφωνα με το γερμανικό δικαστήριο, αυτό καθιστούσε ολόκληρο το τεστ «δίχως νόημα». Πρέπει, ωστόσο, κάποιος να αναρωτηθεί αν οι Γερμανοί δικαστές έχουν μελετήσει την αναλογικότητα της δικής τους δράσης.
Ενώ το γερμανικό δικαστήριο κατηγορεί το CJEU για παράνομη συμπεριφορά, το ίδιο έχει φθάσει στα όρια ανοίγοντας τον δρόμο για τους δικαστές να ξεκινήσουν αυτές τις νομικές ενέργειες. Σύμφωνα με τον Βασικό Νόμο του 1949 της Γερμανίας, μόνο μεμονωμένα άτομα των οποίων τα συνταγματικά δικαιώματα διακυβεύονται έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Μια τέτοια παραβίαση είναι σχεδόν αυτονόητη αναφορικά με τις πολιτικές της κεντρικής τράπεζας ή την απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης σε αυτές.
Το δικαστήριο, ωστόσο, άνοιξε τον δρόμο για τέτοιες υποθέσεις συνδυάζοντας το ατομικό δικαίωμα ψήφου στις δημοκρατικές εκλογές με την αρχή της δημοκρατίας που κατοχυρώνεται στον Βασικό Νόμο. Στη βάση αυτή, υποστήριξε ότι οποιαδήποτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων στην Ε.Ε. που δεν υποστηρίζεται ρητά από το γερμανικό δίκαιο ή που ενδέχεται να επηρεάσει τη δημοσιονομική κυριαρχία της Γερμανίας ισοδυναμεί με παραβίαση του ατομικού δικαιώματος ψήφου.
Αυτή η νομική δομή υπερέβη αναμφισβήτητα τα όρια της δικαστικής αρμοδιότητας, όπως η πρώην δικαστής Γερτρούντ Λούμπε - Βολφ υποστήριξε πει
στικά την αντίθετη γνώμη της στην πρώτη υπόθεση σχετικά με την ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2014. Εάν το δικαστήριο είχε δείξει μια δικαστική αυτοσυγκράτηση, η εξουσία για αστυνόμευση των ενεργειών των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., αλλά και οι πιο ακραίες περιπτώσεις θα είχαν παραμείνει εκεί που ανήκουν: στη γερμανική κυβέρνηση και το νομοθετικό σώμα. Με την απόφασή της 5ης Μαΐου, ωστόσο, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ορισθεί πλήρως ως ο απόλυτος διαιτητής των πολιτικών της ΕΚΤ. Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να μετριάσει τον αντίκτυπο αυτής της απόφασης προσθέτοντας μια πιο λεπτομερή ανάλυση της αναλογικότητας στις ανακοινώσεις πολιτικής της.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, ανεξάρτητα από την περιφρόνηση του κράτους δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινδυνεύει να θυσιάσει το ευρώ και πιθανώς ακόμη και την Ε.Ε., περιορίζοντας τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διαχειρισθεί το ενιαίο νόμισμα.
Οι κίνδυνοι
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει ακόμα πιο βαθύ. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο θα επιθεωρεί τις σχέσεις της Γερμανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα παρακολουθεί τις τρέχουσες και τις μελλοντικές πολιτικές της ΕΚΤ και πιθανότατα θα μπλοκάρει οποιαδήποτε απόπειρα έκδοσης ευρωομολόγων, όσο ισχυρή και αν είναι η πολιτική βούληση. Και επειδή ο Βασικός Νόμος, που υιοθετήθηκε ως απάντηση στις φρικαλεότητες του ναζιστικού καθεστώτος, προστατεύει την αρχή της δημοκρατίας με μια «αιώνια εγγύηση», ούτε καν μια συνταγματική τροποποίηση δεν μπορεί να επιλύσει αυτό το αδιέξοδο. Και τώρα αυτό το δικαστήριο -ανεξάρτητα από τις πολιτικές συνέπειες για την Ευρώπη και τη Γερμανία, την περιφρόνηση του κράτους δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υπεροψία σχετικά με τους δικούς του περιορισμούςκινδυνεύει να θυσιάσει το ευρώ και πιθανώς ακόμη και την Ε.Ε., περιορίζοντας τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διαχειρισθεί το ενιαίο νόμισμα. Ένας θεσμός που, από τη σχεδίασή του, όταν δεν κυβερνάται από κανέναν, βγαίνει εκτός ελέγχου. [ SID: 13508487]