Κατακτήθηκε η οροφή των 670 μονάδων για τον Γ.Δ.
Πώς αναβαθμίστηκε το ενδιαφέρον για ελληνικές μετοχές σε συνέχεια και του πρόσφατου rebalancing
Στα σχόλια των τελευταίων εβδομάδων, όποτε οι εγχώριοι αναλυτές αναφέρονταν με αισιόδοξες προσδοκίες έθεταν ως στόχο την προσέγγιση των 670 μονάδων. Δύο μέρες μετά το rebalancing, ο Γ.Δ. έκλεισε στις 671 και σήμερα θα δοκιμαστεί η ισχύς του επιπέδου ως σκληρή οροφή. Ο Δημήτρης Τζάνας, διευθυντής Επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, μεταξύ άλλων υπογράμμισε: «Καταιγιστικές οι εξελίξεις στις αγορές τις τελευταίες ημέρες, με την Ευρώπη να διαμορφώνει προϋποθέσεις για την υλοποίηση δράσεων που επαναφέρουν το οικοδόμημά της σε τροχιά που αναβαθμίζει τη συνοχή του. Αυτό διαφαίνεται από την πρόταση - έκπληξη της Κομισιόν, με την οποία μορφοποιείται το Ταμείο Ανάκαμψης, λαμβάνει την ονομασία Next Generation EU και προικοδοτείται με κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ, με τα 500 δισ. από αυτά να είναι επιχορηγήσεις προς τα κράτη - μέλη. Έτσι, από κοινού με το πακέτο των 540 δισ. ευρώ που είχε εξαγγελθεί στις 9 Απριλίου, διαμορφώνεται πακέτο στήριξης που ξεπερνά το 1 τρισ. ευρώ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αλλαγής στάσης της Γερμανίας, η οποία αντιλαμβάνεται ότι οι εθνικές δράσεις που επιθυμεί να διενεργήσει (π.χ., τα 9 δισ. ευρώ προς τη Lufthansa) για την αντιμετώπιση της ύφεσης λόγω της πανδημίας δεν θα εγκρίνονταν από τις ευρωπαϊκές αρχές (παραβίαση κανόνων ανταγωνισμού) παρά μόνο αν συνοδεύονταν από χρηματοδοτήσεις προς τις χώρες ώστε οι εθνικές δράσεις να γενικευθούν. Συνομολογεί έτσι στη διαμόρφωση ισχυρού ευρωπαϊκού πακέτου και στην έναρξη αμοιβαιοποίησης του χρέους με το ταμείο των 500 δισ. ευρώ που συμφώνησε με τη Γαλλία. Προσδοκάται έτσι ότι η Σύνοδος Κορυφής της 17ης Ιουνίου θα συμφωνήσει με την πρόταση της Κομισιόν, αφού προηγουμένως γίνουν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί για να συμφωνήσουν οι “ανυποχώρητες” βόρειες χώρες (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία και Δανία)».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει ποσά ύψους 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (κατά κεφαλήν τα υψηλότερα σε σχέση με τις άλλες χώρες), αλλά και ποσά ύψους έως 9 δισ. ευρώ από το αρχικό πακέτο στήριξης (κονδύλια ESM, πρόγραμμα SURE για την απασχόληση και πρόγραμμα δανείων από την ΕΤΕπ), καθώς και από άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα που ήδη τρέχουν, όπως και από το πολυετές Δημοσιονομικό Πρόγραμμα 2021- 27, ύψους 19 δισ. ευρώ. Είναι φανερό ότι η πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι μεγάλη, καθώς τα επόμενα χρόνια είναι δυνατό να εισρεύσουν ευρωπαϊκά κονδύλια (είτε ως επιχορηγήσεις είτε ως χαμηλότοκα δάνεια) ύψους μέχρι 61 δισ. ευρώ σύμφωνα με τις καταμετρήσεις που δημοσιοποιήθηκαν (π.χ. “Ναυτεμπορική” 29/5), δημιουργώντας συγκρατημένη αισιοδοξία για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά το lockdown της πανδημίας. Αυτός είναι και ο λόγος που το επενδυτικό ενδιαφέρον για ελληνικές μετοχές αναβαθμίστηκε σε συνέχεια και της διαδικασίας του rebalancing της περασμένης Παρα
σκευής με τοποθετήσεις σε τραπεζικές μετοχές εν όψει της πιθανολογούμενης αύξησης των δανειοδοτήσεων στο επόμενο διάστημα σε συνδυασμό με την χαλάρωση των κριτηρίων για τα κόκκινα δάνεια από τις εποπτικές αρχές, αλλά και σε άλλους δεικτοβαρείς τίτλους με αιχμή τις μετοχές που συνδέονται με την ενέργεια (ΔΕΗ κ.ά.), καθώς τα κονδύλια για την “πράσινη” ανάπτυξη που αφορούν τον ενεργειακό μετασχηματισμό θα έχουν προτεραιότητα».
Και ο κ. Τζάνας καταλήγει: «Με τα παραπάνω δεδομένα δημιουργούνται προϋποθέσεις για μονιμότερη συναλλακτική αναβάθμιση στο ελληνικό χρηματιστήριο, ώστε οι ημερήσιες συναλλαγές να προσεγγίσουν τα 100 εκατ. ευρώ, με τη Morgan Stanley να αλλάζει τη στάση της
σε “overweight” εκτιμώντας ότι η ελληνική αγορά είναι υπερπουλημένη. Με τη συντήρηση του θετικού μομέντουμ για τις ευρωπαϊκές αγορές, το αισιόδοξο σενάριο είναι δυνατό να οδηγήσει σε συνέχιση της αναρρίχησης του Γ.Δ. προς τις 700 μονάδες. Το θετικό σενάριο, ωστόσο, για τις αγορές υπό την επήρεια των γενναιόδωρων ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους περίπου 9% του ΑΕΠ μπορεί να απειληθεί από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στις ΗΠΑ. Η Wall Street, πάντως, διατηρεί τις υψηλές επιδόσεις παρά την όξυνση της ύφεσης λόγω της πανδημίας, με το ενδεχόμενο σημαντικής υποχώρησης των δεικτών να είναι πιθανό όταν στο τέλος της εβδομάδος δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία της αγοράς εργασίας του Μαΐου».