Σε ανοδική τροχιά η ανταγωνιστικότητα
Για πρώτη φορά την τελευταία 5ετία, η ελληνική οικονομία αρχίζει να σκαρφαλώνει στην κατάταξη του IMD
Σε ανοδικά τροχιά έπειτα από πέντε ολόκληρα χρόνια βρέθηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς η χώρα μας το 2019 σκαρφάλωσε κατά εννέα θέσεις στη διεθνή κατάταξη του International Institute for Management Development (IMD). Συγκεκριμένα, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας έφθασε πέρυσι στην 49η θέση, μεταξύ 63 χωρών που ερευνά το IMD, και ξεκόλλησε έτσι από τους ουραγούς της ανταγωνιστικότητας διεθνώς, δεδομένου ότι από το 2010 μέχρι το 2018 ταλανιζόταν μεταξύ 54ης και 58ης. Η άνοδος αυτή αποτελεί τη δεύτερη ισχυρότερη μεταξύ των 63 οικονομιών που εξετάζονται στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας, μετά την άνοδο της Κύπρου κατά 11 θέσεις. Η Ελλάδα, βέβαια, παραμένει στις χαμηλές θέσεις της κατάταξης, κάτω από χώρες όπως η Ταϊλάνδη (29ή), η Χιλή (38η), η Ινδονησία (40ή), το Καζακστάν (42η), οι Φιλιππίνες (45η), η Τουρκία (46η) και η Βουλγαρία (48η), κάτι που σημαίνει ότι η άνοδος αυτή δεν πρέπει να αποδειχθεί συγκυριακή αλλά να αποτελέσει εφαλτήριο για μία σταθερή πορεία βελτίωσης σε όλους τους επιμέρους δείκτες που τελικά θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία στις πιο ανταγωνιστικές παγκοσμίως. Η επίδοση της χώρας μας με όρους ανταγωνιστικότητας αποδίδεται στη βελτίωση των επιδόσεών της:
Στην κατηγορία των δεικτών της «Οικονομικής Αποδοτικότητας», η χώρα μας βρίσκεται στην 55η για το 2019, βελτιώνοντας τη κατάταξή της της κατά πέντε θέσεις.
Στην κατηγορία των δεικτών της «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας», η Ελλάδα βρίσκεται φέτος στην 52η θέση, εμφανίζοντας άνοδο οκτώ θέσεων.
Στην κατηγορία των δεικτών της «Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας», καταγράφεται βελτίωση της Ελλάδας κατά επτά θέσεις, σε σχέση με την περσινή κατάταξη, καταλαμβάνοντας την 51η θέση.
Στην κατηγορία των «Υποδομών» σημειώνεται επίσης βελτίωση της κατάταξης της χώρας μας κατά δύο θέσεις, καθώς φθάνει στην 39η θέση το 2019, ανακόπτοντας την πτωτική πορεία των προηγούμενων ετών.
Δείκτες που παρουσίασαν σημαντική βελτίωση και αποτελούν δυνατά σημεία για τη χώρα είναι η «Διαφάνεια» και η απουσία «Κινδύνου πολιτικής αστάθειας».
Αντίθετα, οι τρεις δείκτες οι οποίοι αποτελούν προβλήματα στην περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι:
Η «Αύξηση του πληθυσμού», δηλαδή το σημαντικό δημογραφικό πρόβλημα
Η υποχώρηση της αξίας των εξαγωγών κατά το 2019
Η διαθεσιμότητα «Εξειδικευμένου Προσωπικού » , υποχώρηση η οποία ερμηνεύεται εν μέρει από τον υψηλό δείκτη «Brain Drain».
Η σημαντική βελτίωση της θέ
σης της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδας που δημοσιεύει την έρευνα στη χώρα μας, ότι η πολιτική σταθερότητα ήταν και παραμένει το κεντρικό ζητούμενογια τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Το διεθνές τοπίο
Για το 2019, την πρώτη θέση παγκοσμίως διατήρησε η Σιγκαπούρη επιτυγχάνοντας να εδραιωθεί στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης χάρη στη δυναμική επέκταση της εμπορικής της δραστηριότητας στις διεθνείς αγορές και τις διεθνείς επενδύσεις, καθώς και στις πολιτικές απασχόλησης και υποστήριξης της αγοράς εργασίας.
Όπως σημειώνει το IMD, το σταθερά υψηλό επίπεδο της χώρας στην εκπαίδευση, τις τεχνολογικές υποδομές, τις τηλεπικοινωνίες και τις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της παγκόσμιας κατάταξης από
τη συγκεκριμένη χώρα.
Στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκεται πλέον η Δανία, σημειώνοντας άλμα έξι θέσεων. Η άνοδος οφείλεται στο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, στη γενικότερη επιχειρηματική αποδοτικότητα, καθώς και στη σημαντική υποστήριξη που προσφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα στην τροφοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Δανία επιβάλλει σημαντική φορολογική επιβάρυνση προς τις επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας την 40ή θέση στον συγκεκριμένο δείκτη, το γεγονός αυτό όμως δεν αποτελεί εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα της χώρας, αναδεικνύοντας μάλιστα τη σημασία της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου.
Την τρίτη θέση της παγκόσμιας καταλαμβάνει η Ελβετία, βελτιώνοντας κατά μία θέση την περσινή της κατάταξη, ακολουθούμενη από την Ολλανδία, η οποία κέρδισε δύο θέσεις σε σχέση με το 2018, χάρη στη σημαντική επέκταση στις διεθνείς αγορές, στην αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας, καθώς και στην ισχυρή τεχνολογική υποδομή της χώρας. Στην πέμπτη θέση υποχωρεί το Χονγκ Κονγκ από τη δεύτερη της περυσινής κατάταξης. Όπως, όμως, επισημαίνεται, η υποχώρηση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των αποτελεσμάτων που προκαλεί η πολιτική αστάθεια. Πρέπει να τονιστεί και η υποχώρηση κατά επτά θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των ΗΠΑ, οι οποίες από την τρίτη θέση το 2018 καταλαμβάνουν μόλις τη δέκατη το 2019. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει πλήξει την ανταγωνιστικότητα και των δύο οικονομιών, ανακόπτοντας τη δυναμική για ανάπτυξη που κατέγραφαν. Άλλωστε, και η Κίνα σημειώνει υποχώρηση έξι θέσεων για το 2019 σε σχέση με το 2018 (από τη 14η στην 20ή θέση της παγκόσμιας κατάταξης).
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Arturo Bris, διευθυντής του Κέντρου Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του IMD, «κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, οι μικρότερες οικονομίες έχουν το πλεονέκτημα της καλύτερης διαχείρισης των επιπτώσεων της πανδημίας από τον Covid-19 και της οικονομικής ανταγωνιστικότητας τους. Εν μέρει, το πλεονέκτημά τους αυτό εδράζεται στο γεγονός ότι στις μικρές οικονομίες μπορεί ευκολότερα να επιτευχθεί κοινωνική συναίνεση».