Σχέδιο στήριξης για πολύ μικρές επιχειρήσεις
Τι προβλέπει νέα τροποποίηση της Κομισιόν
Τη στήριξη των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ακόμη και εκείνων που ήταν προβληματικές πριν από το 2020, ώστε να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, προβλέπει η τρίτη τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις από την Κομισιόν. Κύριος σκοπός του προσωρινού πλαισίου είναι η παροχή στοχευμένης στήριξης σε επιχειρήσεις, βιώσιμες κατά τ’ άλλα, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, συνεπεία της έξαρσης της πανδημίας.
Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή όσες απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μικρότερο από 10 εκατ. ευρώ, επλήγησαν ιδιαίτερα από την έλλειψη ρευστότητας που προκάλεσε ο οικονομικός αντίκτυπος της τρέχουσας έξαρσης του κορονοϊού, γεγονός που επιδείνωσε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν για πρόσβαση σε χρηματοδότηση σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι δυσκολίες αυτές, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλο αριθμό πτωχεύσεων πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, προκαλώντας σοβαρές διαταραχές σε ολόκληρη την οικονομία της Ε.Ε.
Η νέα τροποποίηση επεκτείνει το προσωρινό πλαίσιο, ώστε να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να προσφέρουν δημόσια στήριξη δυνάμει του προσωρινού πλαισίου προς όλες τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, ακόμη και σε εκείνες που ήταν προβληματικές την 31η Δεκεμβρίου 2019. Το μέτρο δεν θα ισχύσει αν οι εν λόγω επιχειρήσεις βρίσκονται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, έχουν λάβει ενίσχυση διάσωσης που δεν έχει επιστραφεί ή υπάγονται σε σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
Λόγω του μικρού μεγέθους τους και της περιορισμένης συμμετοχής τους σε διασυνοριακές συναλλαγές, οι προσωρινές κρα
τικές ενισχύσεις προς τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις έχουν μικρότερη πιθανότητα να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά σε σύγκριση με τις κρατικές ενισχύσεις προς μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η τροποποίηση αυξάνει επίσης αποτελεσματικά τις δυνατότητες στήριξης των νεοφυών επιχειρήσεων, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα εμπίπτουν στην κατηγορία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, ιδίως των καινοτόμων που ενδέχεται να είναι ζημιογόνες στην ταχέως αναπτυσσόμενη φάση τους, και οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάκαμψη της Ένωσης.
Η Κομισιόν προσάρμοσε επί
Διευκολύνσεις από την ΕΑΤ
Η διοίκηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) ανακοίνωσε χθες ότι οι επιχειρήσεις που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα (πρώην ΤΕΜΠΜΕ ή ΕΤΕΑΝ) και κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης εμφάνισαν κατ’ αρχήν δυσμενή συναλλακτική συμπεριφορά, αλλά στη συνέχεια αποπλήρωσαν το σύνολο των οφειλών τους προς την ΕΑΤ, στο εξής δεν θα απορρίπτονται από το πρόγραμμα «Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων Covid-19». Κατά συνέπεια, ο όρος 3.2.1 των επιχειρησιακών συμφωνιών «Κριτήρια Επιλεξιμότητας Τελικού Αποδέκτη» θα τροποποιηθεί ως ακολούθως: «Εάν αποτελεί επιχείρηση που έχει ενταχθεί σε προγράμματα της ΕΑΤ (πρώην ΕΤΕΑΝ) που έληξαν ή βρίσκονται σε ισχύ, δεν έχει εμφανίσει δυσμενή συναλλακτική συμπεριφορά στην αποπληρωμή των οφειλών του, όπως καταγγελία δανείου ή σχετικές ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 90 ημερών ή στην περίπτωση δυσμενούς συναλλακτικής συμπεριφοράς έχει εξοφλήσει πλήρως την οφειλή του πριν από την υποβολή της αίτησης χρηματοδότησης».
σης τους όρους για τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης βάσει του προσωρινού πλαισίου για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ιδιώτες επενδυτές συνεισφέρουν από κοινού με το κράτος στην αύξηση του κεφαλαίου των επιχειρήσεων.
Οι προτεινόμενες αλλαγές θα ενθαρρύνουν τις εισφορές κεφαλαίου με σημαντική ιδιωτική συμμετοχή σε επιχειρήσεις, περιορίζοντας έτσι την αναγκαιότητα κρατικών ενισχύσεων και τον κίνδυνο στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, όταν το κράτος αποφασίζει να χορηγήσει ενίσχυση ανακεφαλαιοποίησης, αλλά οι ιδιώτες επενδυτές συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του κεφαλαίου (κατ’ αρχήν τουλάχιστον με 30% των νέων εισφορών κεφαλαίου) υπό τους ίδιους όρους με το κράτος, η απαγόρευση εξαγοράς και το ανώτατο όριο αποδοχών για τη διοίκηση περιορίζονται σε τρία έτη.
Επιπλέον, η απαγόρευση διανομής μερισμάτων αίρεται για τους κατόχους νέων μετοχών, καθώς και για τις υφιστάμενες μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσοστό των κατόχων των εν λόγω υφιστάμενων μετοχών μειώνεται συνολικά κάτω από το 10% στην επιχείρηση. Τούτο θα δώσει μεγαλύτερα κίνητρα στις επιχειρήσεις να αναζητήσουν συνεισφορά από την αγορά και από το κράτος για τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά.
Η τροποποίηση θα επιτρέψει επίσης στις επιχειρήσεις με υφιστάμενη κρατική συμμετοχή να αντλούν κεφάλαια από τους μετόχους τους με τρόπο παρόμοιο με τις ιδιωτικές εταιρείες. Σε περίπτωση που πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην αύξηση κεφαλαίου και το κράτος είναι ήδη μέτοχος (δηλαδή ήταν ήδη μέτοχος πριν από τη χορήγηση ενίσχυσης ανακεφαλαιοποίησης), επενδύοντας σε αναλογία προς την υφιστάμενη συμμετοχή του, η Επιτροπή δεν θεωρεί απαραίτητο να επιβάλει ειδικούς όρους όσον αφορά την έξοδο του Δημοσίου.