Οι προειδοποιήσεις των αναλυτών δεν χάλασαν το πάρτι στις αγορές
Άλμα 5,71% στη Σαγκάη, σε υψηλό μήνα ο Euro STOXX 600, νέο ιστορικό ρεκόρ στο Nasdaq
Με κεκτημένη ταχύτητα εκκίνησαν την εβδομάδα τα χρηματιστήρια και οι μετοχές χθες, σκαρφαλώνοντας σε πολύμηνα υψηλά, με την Κίνα και τις κινεζικές μετοχές να προσφέρουν απλόχερα την απαραίτητη ώθηση για το χθεσινό ράλι.
Ωστόσο, παρά τη χθεσινή απογείωση ιδιαίτερα των κινεζικών μετοχών από τις προσδοκίες ότι η κινεζική οικονομία ανακάμπτει σε σχήμα V (επαναφορά στα επίπεδα που ήταν πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού) και θα στηρίξει παράλληλα και την παγκόσμια ανάκαμψη, οι αναλυτές εμφανίζονται φειδωλοί και επιφυλακτικοί στις εκτιμήσεις τους.
Η επιφυλακτικότητά τους εντούτοις δεν στάθηκε ικανή να μετριάσει τη χθεσινή γενικευμένη ευδαιμονία που επικράτησε στις χρηματιστηριακές αγορές.
Στην Κίνα το χρηματιστήριο της Σαγκάης έκανε άλμα 5,71% και αναρριχήθηκε σε υψηλό από τον Μάρτιο του 2018, ενώ ο δείκτης CSI 300 στον οποίο διαπραγματεύονται οι μετοχές των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση με άνοδο 5,67% και εκτινάχθηκε σε υψηλό από τις 25 Ιουνίου του 2015.
Οι κινεζικές μετοχές συμπαρέσυραν τόσο τις ασιατικές με τον δείκτη MSCI Ασίας - Ειρηνικού εξαιρουμένης της Ιαπωνίας να σκαρφαλώνει σε υψηλό από τον Φεβρουάριο και τον MSCI All Country να διαπραγματεύεται στο υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιουνίου.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Euro STOXX 600 έκλεισε σε υψηλό μηνός με κέρδη σχεδόν 1,60%, ενώ στη Wall Street ο τεχνολογικός Nasdaq έφθασε ενδοσυνεδριακά έως τις 10.461,99 μονάδες σπάζοντας το ιστορικό του ρεκόρ για 4η φορά σε διάστημα
μικρότερο του μηνός.
Οι εκτιμήσεις για επιβράδυνση
Χθες όμως εκτιμήσεις από τους αναλυτές δεν υπέδειξαν ένα αισιόδοξο μέλλον αναφορικά με τις οικονομίες, τουναντίον προειδοποίησαν για κατέβασμα ταχύτητας κατά το β’ εξάμηνο του 2020.
Μάλιστα, η Deutsche Bank χθες τοποθετήθηκε επί της κινεζικής οικονομίας, υποστηρίζοντας πως η ανάκαμψή της θα ατονήσει κατά το δεύτερο μισό της τρέχουσας χρονιάς.
Όπως ανάφερε ο επικεφαλής
Δάνεια 521 δισ.
Χθες το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε τα στοιχεία για τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί σε συνεργασία με την αμερικανική Διαχείριση Μικρών Εταιρειών στις μικρές επιχειρήσεις στο πλαίσιο του Προγράμματος Προστασίας Μισθοδοσίας (ΡΡΡ).
Συνολικά έχουν εγκριθεί 4,9 εκατ. δάνεια, με το ποσό να ανέρχεται στα 521 δισ. δολάρια και τις επιχειρήσεις να δηλώνουν ότι έχουν διασωθεί περισσότερες από 51 εκατ. θέσεις εργασίας.
Το μέσο ποσό δανειοδότησης ανέρχεται στις 107.000 δολάρια, ενώ σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα 132 δισ. δολάρια στο πρόγραμμα ΡΡΡ.
οικονομολόγος και επικεφαλής έρευνας Ασίας-Ειρηνικού της Deutsche Bank, Μάικλ Σπένσερ, ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης της κινεζικής εγχώριας ζήτησης, «ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιβραδυνθεί, καθώς υπάρχει μικρότερη απόσταση από την κανονική δραστηριότητα να καλυφθεί».
Οι κυβερνήσεις σκέφτονται αν θα επεκτείνουν ή θα τερματίσουν τα δαπανηρά βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη χρηματοδότηση των μισθών και τη διάσωση των εταιρειών, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζονται για πιο μακροπρόθεσμα κίνητρα που θα οδηγήσουν σε ανάκαμψη.
Όπως επισημαίνει η Αλίσια Γκαρσία Ερέρο, επικεφαλής οικονομολόγος Ασίας-Ειρηνικού στη Natixis, αυτός ο δανεισμός δεν θα είναι χωρίς παρενέργειες, όπως η διατήρηση των εταιρειών ζόμπι.
«Εάν δεν υπάρχει εκκαθάριση του χρέους, η επιστροφή στα επίπεδα πριν από την κρίση θα διαρκέσει ακόμη περισσότερο», τονίζει.
Για την υποστήριξη των αυξανόμενων επιπέδων χρέους παγκοσμίως θα χρειασθεί περισσότερη εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενισχύοντας τη ρευστότητα μαζί με τις παγκόσμιες τιμές μετοχών και ομολόγων, σύμφωνα με την JP Morgan.
«Περισσότερο χρέος, περισσότερη ρευστότητα, περισσότερη αναπροσαρμογή των περιουσιακών στοιχείων», είναι τα συμπεράσματα των αναλυτών της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου και του Νίκου Πανηγυρτζόγλου, ο οποίος αναμένει αύξηση κατά 16 τρισ. δολαρίων στο παγκόσμιο χρέος φέτος και σε συνδυασμό με τον δανεισμό του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, το συνολικό ποσό θα ανέλθει στο ρεκόρ των 200 τρισ. δολαρίων στο τέλος του έτους.