Οκτώ μήνες-βατερλό για το Χ.Α. με 30,84% πτώση γενικού δείκτη
Στις πέντε αγορές με τις μεγαλύτερες απώλειες το Ελληνικό Χρηματιστήριο
Hπαγκόσμια αρνητική πρωτιά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, που παραμένει στις 5 αγορές με τις μεγαλύτερες απώλειες από την αρχή του 2020, επιβεβαιώθηκε και με το χθεσινό κλείσιμο του οκταμήνου ( Ιανουάριος- Αύγουστος).
Πιο συγκεκριμένα, ο γενικός δείκτης έχει βυθιστεί σε ποσοστό 30,84%, ενώ υπερδιπλάσιες (-63,24%) είναι οι απώλειες για τον βασικό δείκτη της αγοράς, τον τραπεζικό.
Ταυτόχρονα έχουν αφαιρεθεί 17,077 δισ. ευρώ από την κεφαλαιοποίηση της αγοράς, που έχει υποχωρήσει στα 44,586 δισ. ευρώ.
Οι διοικήσεις των εισηγμένων αλλά και οι αναλυτές παραμένουν συγκρατημένοι στις εκτιμήσεις τους για την πορεία των δύο τελευταίων τριμήνων του 2020, αφού ο Covid-19 έχει
ανατρέψει τα δεδομένα της χρονιάς.
Χρονιά χαμένη
Η συνεχιζόμενη αύξηση των κρουσμάτων της πανδημίας μειώνει σημαντικά τη διάθεση ανάληψης επενδυτικού ρίσκου, στους τυχόν εναπομείναντες που
ασχολούνται με τα καθημερινά δρώμενα στο χρηματιστηριακό ταμπλό, αλλά και καταναλωτικής διάθεσης, ενώ πέρα από τον τομέα της Υγείας, έχει άμεση επίπτωση και στον τομέα του Τουρισμού, με τη χρονιά να θεωρείται οριστικά χαμένη.
Σε μηνιαία βάση, ο γενικός
δείκτης τον Αύγουστο ενισχύθηκε 2,65% και η κεφαλαιοποίηση αυξήθηκε κατά 850.000 ευρώ. Ο FTSE 25 ενισχύθηκε κατά 1,86%, ενώ ο τραπεζικός κλάδος σημείωσε άνοδο 7,42%.
Σημειώνεται πως στο χθεσινό κλείσιμο της συνεδρίασης έλαβαν χώρα οι αλλαγές στους δείκτες MSCI, αλλά για τις ελληνικές μετοχές η αναδιάρθρωση που είχε γίνει στις 20 Αυγούστου δεν είχε ελληνικό ενδιαφέρον.
Μερισματική απόδοση
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος Citigroup με έκθεσή του διαπιστώνει ότι η ελληνική αγορά εμφανίζει την υψηλότερη μερισματική απόδοση διεθνώς ( αναφέρεται στις αγορές που παρακολουθεί ο MSCΙ), η οποία και τοποθετείται για το 2020 στο 5,8%, όταν η μερισματική απόδοση για την ευρωπαϊκή αγορά συνολικά διαμορφώνεται στο 2,9%, για τις ΗΠΑ στο 1,6% και για τις αναδυόμενες αγορές στο 2,2%. Αλλά σε αυτήν την εικόνα θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τη σημαντική πτώση των αποτιμήσεων.