Νέες διερευνητικές από την Πειραιώς για εξυγίανση του ισολογισμού
Γιατί απορρίφθηκε η πρόταση για τα Cocos
Σ «ε απάντηση ερωτημάτων από επενδυτές, η Τράπεζα Πειραιώς ενημερώνει την επενδυτική κοινότητα ότι, παρά το γεγονός πως αξιολογεί σε διαρκή βάση διάφορες επιλογές για την επιτάχυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού της, δεν σχεδιάζει να προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου στο αμέσως προσεχές διάστημα». H λιτή αυτή ανακοίνωση της Τράπεζας Πειραιώς προς το Χρηματιστήριο Αθηνών ήλθε ως επιστέγασμα στην άρνηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) -και ακριβέστερα του Ελληνικού Δημοσίου- να δεχθεί την απαξίωση του ποσοστού του στην τράπεζα, το οποίο διαμορφώνεται μέσα από τα Cocos στο 26,5%. Το ποσοστό αυτό αφορούσε την επένδυσή του στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς, όταν το Δημόσιο είχε επενδύσει τότε μέσω των Cocos κεφάλαια ύψους 2.040 εκατ. ευρώ.
Τον Νοέμβριο οι εξελίξεις
Η άρνηση του ΤΧΣ αφορούσε πρόταση σύμφωνα με την οποία οι βασικοί μέτοχοι της Πειραιώς πρότειναν κατ’ αρχήν αύξηση κεφαλαίου ύψους 800 εκατ. ευρώ, η οποία ωστόσο δεν θα γινόταν υπέρ των παλαιών μετόχων. Σύμφωνα με πηγές, οι λόγοι που το Ταμείο οδηγήθηκε σε αυτήν την απόφαση ήταν δύο: Τα 800 εκατ. ευρώ ήταν λίγα, ενώ δεν υπήρχαν και οι σχετικές εγγυήσεις για τα κεφάλαια αυτά. Αυτό αποτελεί το πρώτο μέρος της πράξης ενός δύσκολου έργου που θα εξελιχθεί στο αμέσως προσεχές διάστημα, με αποκορύφωμα τη συ
νεδρίαση του SSM στα μέσα του επόμενου μήνα.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν, όπως είναι φυσικό, δεινή αναστάτωση για ακόμη μια φορά στο χτυπημένο από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού τραπεζικό σύ
στημα της χώρας, το οποίο επιχειρεί να ανακάμψει καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να ξεκαθαρίσει τους ισολογισμούς του από τα κόκκινα δάνεια.
Η συγκεκριμένη πρόταση για αύξηση κεφαλαίου 800 εκατ. ευρώ φαίνεται να κατατέθηκε από κοινού από τους τρεις μεγαλύτερους μετόχους της τράπεζας, τον Τζον Πόλσον, τον Αριστοτέλη Μυστακίδη, ο οποίος τον Ιούνιο του 2020 εμφανίστηκε στο μετοχικό κεφάλαιο της Πειραιώς με ποσοστό άνω του 5%, και το αμερικανικό fund Bienville Capital, το οποίο τον περασμένο Ιανουάριο είχε ανακοινώσει ότι κατέχει το 5,5% της Τράπεζας Πειραιώς. Η πρόταση ήλθε προς συζήτηση καθώς εκκρεμεί στις αρχές Δεκεμβρίου η πληρωμή των τόκων ύψους 165 εκατ. ευρώ από την Πειραιώς προς το Δημόσιο για τα Cocos. Η τράπεζα, με επιστολή που έχει σταλεί στον SSM, είχε ζητήσει να προχωρήσει τον Δεκέμβριο στην πληρωμή με καταβολή μετρητών. Η απάντηση της εποπτικής αρχής εκτιμάται πως θα υπάρξει στα μέσα Νοεμβρίου (στις 12 του επόμενου μήνα υπάρχει προγραμματισμένη συνεδρίαση). Ο προβληματισμός του SSM, πάντως, υπήρξε σαφής και σχετιζόταν με το ενδεχόμενο η αποπληρωμή με μετρητά να δημιουργήσει πρόβλημα σε μια τέτοια εποχή στην τράπεζα.
Η θέση του Δημοσίου
Από την πλευρά του το Δημόσιο θεωρεί δεδομένο πως οι συστημικές τράπεζες θα παραμείνουν τέσσερις, καθώς οτιδήποτε άλλο θα στρέβλωνε τον ανταγωνισμό.
Σε περίπτωση, πάντως, που αποφασιστεί η μη πληρωμή των Cocos για τη φετινή χρονιά, τότε οι ομολογίες θα μετατραπούν αυτόματα σε μετοχές, κάτι που θα οδηγήσει το Δημόσιο στο να καταστεί μέτοχος του 61%.
Η κατάσταση αυτή, όπως ήταν φυσικό, έφερε τεράστια αναστάτωση στο ελληνικό χρηματιστήριο, με τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς να καταρρέει και να συμπαρασύρει και τις μετοχές των υπόλοιπων τραπεζών.
Οι αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν μέσα στον Νοέμβριο, με την ελληνική κυβέρνηση να
επιμένει στη διατήρηση των αξιών που έχει αποτυπωμένο το ΤΧΣ στα βιβλία του. Ας σημειωθεί πως το θέμα των Cocos άνοιξε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας κατά τη δευτερολογία του στην προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας σε βάρος του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, προειδοποιώντας την κυβέρνηση να μη χαριστεί στην τράπεζα.
Πρόγραμμα εθελουσίας
Από την άλλη πλευρά, η Τράπεζα Πειραιώς προετοιμάζει πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου το οποίο θα προβλέπει αυξημένο πλαφόν αποζημίωσης για οικειοθελή αποχώρηση στα 180.000 ευρώ και θα είναι ανοιχτό προς όλους. Σύμφωνα με πληροφορίες, το πρόγραμμα δεν θα προβλέπει άλλη εναλλακτική αποχώρησης για τους εργαζόμενους, όπως επιλογή αναγκαστικής άδειας για δύο ή πέντε έτη. Ιδιαίτερο βάρος αναμένεται να δοθεί σε εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας στο δίκτυο καταστημάτων, καθώς και σε ορισμένες μονάδες των κεντρικών υπηρεσιών.