Πού πήγαν όλα τα λεφτά;
Eν μέσω όλης αυτής της συζήτησης για το πότε και πώς θα τερματιστεί ή θα αντιστραφεί η ποσοτική χαλάρωση (QE), ένα ερώτημα δεν έχει σχεδόν ποτέ συζητηθεί: Γιατί οι μαζικές δόσεις αγοράς ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ από το 2009 είχαν τόση μικρή επίπτωση στο γενικό επίπεδο τιμών;
Μεταξύ 2009 και 2019, η Τράπεζα της Αγγλίας διοχέτευσε 425 δισ. λίρες (588 δισ. δολάρια) -περί το 22,5% του ΑΕΠ του 2012 του Ηνωμένου Βασιλείου- στη βρετανική οικονομία. Αυτό αποσκοπούσε στο να ωθήσει τον πληθωρισμό προς τα πάνω στον μεσοπρόθεσμο στόχο της Τράπεζας της Αγγλίας του 2%, από το χαμηλό του μόλις 1,1% το 2009. Ύστερα όμως από δέκα χρόνια QE, ο πληθωρισμός βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του 2009, παρά το γεγονός πως οι τιμές στην αγορά κατοικίας και το χρηματιστήριο ανθούσαν.
Από την έναρξη της πανδημίας του Covid-19 τον Μάρτιο του 2020, η Τράπεζα της Αγγλίας αγόρασε επιπλέον 450 δισ. λίρες σε βρετανικά κρατικά ομόλογα, ανεβάζοντας το σύνολο στα 875 δισ. λίρες ή 40% του τρέχοντος ΑΕΠ. Οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό και την παραγωγή του δεύτερου γύρου QE δεν έχουν ακόμη φανεί, αλλά οι τιμές ενεργητικού έχουν ξανά αυξηθεί αισθητά.
Μία εύλογη γενίκευση είναι πως αυξάνοντας την ποσότητα χρήματος μέσω του QE, παρέχεται μία μεγάλη προσωρινή ενίσχυση στις τιμές ακινήτων και χρηματοοικονομικών τίτλων, ευνοώντας ως εκ τούτου τους κατόχους αυτών των περιουσιακών στοιχείων.
Το μόνιμο κεϊνσιανό επιχείρημα, το οποίο προέρχεται από τη Γενική Θεωρία του Τζον Μέιναρντ Κέινς, είναι πως οποιαδήποτε οικονομική κατάρρευση, όποια κι αν είναι η αιτία, οδηγεί σε μεγάλη αύξηση της αποθήκευσης μετρητών. Το χρήμα ρέει στα αποθέματα και οι αποταμιεύσεις αυξάνονται, ενώ η δαπάνη μειώνεται. Για τον λόγο αυτό ο Κέινς υποστήριξε πως η οικονομική ενίσχυση που ακολουθεί την κατάρρευση θα πρέπει να γίνεται μέσω της δημοσιονομικής και όχι της νομισματικής πολιτικής. Η κυβέρνηση πρέπει να γίνει ο «ξοδευτής της τελευταίας στιγμής» προκειμένου να εξασφαλίσει πως
το νέο χρήμα χρησιμοποιείται στην παραγωγή και όχι στην αποθήκευση.
Στην Πραγματεία του Χρήματος (Treatise on Money), ο Κέινς παρουσίασε μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση βασισμένη στην «κερδοσκοπική ζήτηση του χρήματος». Στη διάρκεια μιας πολύ μεγάλης οικονομικής ύφεσης, υποστήριξε, το χρήμα δεν αποθηκεύεται απαραίτητα, αλλά ρέει από τη βιομηχανική στη χρηματοοικονομική κυκλοφορία. Το χρήμα στη βιομηχανική κυκλοφορία στηρίζει την ομαλή εξέλιξη της παραγωγής, στη χρηματοοικονομική όμως κυκλοφορία χρησιμοποιείται για «την επιχείρηση της διακράτησης και ανταλλαγής υπαρχόντων χρηματοοικονομικών τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών και των χρηματικών συναλλαγών». Μία μεγάλη ύφεση χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά χρήματος από τη βιομηχανική στη χρηματοοικονομική κυκλοφορία - από την επένδυση στην κερδοσκοπία.
Ο λόγος λοιπόν που το QE είχε μετά βίας κάποια επίπτωση στο γενικό επίπεδο τιμών πιθανόν οφείλεται στο ότι μεγάλο μέρος του νέου χρήματος πυροδότησε την κερδοσκοπία αξιών, ενώ οι τιμές και η παραγωγή στο σύνολό τους παρέμειναν σταθερές.
Μία εμπλοκή αυτού είναι πως το QE δημιουργεί τους δικούς του κύκλους άνθησης και ύφεσης. Σε αντίθεση με τους ορθόδοξους κεϊνσιανούς, οι οποίοι πίστευαν πως οι κρίσεις προκαλούνταν από κάποιο εξωτερικό σοκ, ο οικονομολόγος Χίμαν Μίνσκι πίστευε πως το οικονομικό σύστημα μπορεί να δημιουργήσει σοκ μέσω της δικής του εσωτερικής δυναμικής. Ο τραπεζικός δανεισμός, υποστήριξε ο Μίνσκι, περνά μέσα από τρία εκφυλιστικά στάδια, τα οποία αποκάλεσε αντιστάθμιση, κερδοσκοπία και σύστημα Ponzi. Στο πρώτο, το εισόδημα του δανειζόμενου πρέπει να είναι αρκετό για να αποπληρώσει τόσο το αρχικό κεφάλαιο όσο και τον τόκο ενός δανείου. Ύστερα, πρέπει να είναι αρκετά υψηλό για να ανταποκριθεί μόνο στην αποπληρωμή των τόκων. Και στο τελικό στάδιο, το χρήμα απλά γίνεται τζόγος προκειμένου να αυξηθούν ικανοποιητικά οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων και να καλύψουν τον δανεισμό. Όταν η αναπόφευκτη αναστροφή των τιμών ενεργητικού παράγει χρήμα, η αύξηση του χάρτινου πλούτου εξαφανίζεται, παρασύροντας ολόκληρη την οικονομία στο πέρασμά της.
Ο Μίνσκι θα θεωρούσε ως εκ τούτου το QE παράδειγμα της υπό το κράτος δημιουργούμενης χρηματοοικονομικής αστάθειας. Σήμερα υπάρχουν ήδη ξεκάθαρες ενδείξεις για υπερβολές στην αγορά στεγαστικών δανείων. Οι τιμές ακινήτων στη Βρετανία αυξήθηκαν 10,2% το έτος έως τον Μάρτιο του 2021, το υψηλότερο ποσοστό αύξησης από τον Αύγουστο του 2007, ενώ οι δείκτες υπερτίμησης στην αμερικανική αγορά κατοικίας βρίσκονται στο «έντονο κόκκινο». Και μία οικονομετρική μελέτη (μέχρι σήμερα αδημοσίευτη) από τη Sandhya Krishnan της Ακαδημίας Οικονομικών Desai στο Μουμπάι δείχνει πως δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στις τιμές ενεργητικού και στις τιμές αγαθών σε Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ ανάμεσα στο 2000 και το 2016.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν πως στην πρόβλεψή της τον Φεβρουάριο του 2021 η Νομισματική Επιτροπή της Τράπεζας της Αγγλίας εκτιμούσε πως υπάρχει κατά 33% πιθανότητα ο πληθωρισμός στη Βρετανία να υποχωρήσει κάτω από το 0% ή να αυξηθεί πάνω από 4% τα αμέσως επόμενα χρόνια. Αυτό το σχετικά ευρύ εύρος αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα για το μέλλον κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και μία πιο βασική αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις του ίδιου του QE.
Στο επιστημονικής φαντασίας μυθιστόρημα του 2003 της Μάργκαρετ Άτγουντ «Όρυξ και Κρέικ», ένα κέντρο ανάπτυξης φαρμάκων, το οποίο παράγει πρώτης ποιότητας βιταμινούχα χάπια, εισάγει έναν ιό τυχαία στα χάπια του, ελπίζοντας να βγάλει κέρδος τόσο από την πώληση των χαπιών όσο και από το αντίδοτο το οποίο ανέπτυξε. Ο καλύτερος τύπος ασθενειών «από
την πλευρά των επιχειρήσεων», εξηγεί ο Κρέικ, ένας τρελός επιστήμονας, «θα ήταν αυτός που προκαλεί παρατεταμένη ασθένεια […] ο ασθενής ή θα θεραπευτεί ή θα αποβιώσει πριν όλα του ή όλα της τα λεφτά τελειώσουν. Είναι ένας τέλειος υπολογισμός».
Με το QE, ανακαλύψαμε ένα υπέροχο φάρμακο το οποίο θεραπεύει τις μακροοικονομικές ασθένειες που προκαλεί. Γι’ αυτόν τον λόγο τα ερωτήματα για τον χρόνο απόσυρσής του είναι «τέλειοι υπολογισμοί».
Το αντίδοτο μας κοιτάζει επίμονα στα μάτια. Πρώτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να εγκαταλείψουν τον μύθο πως οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν χρήμα ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις. Δεύτερον, πρέπει οι ίδιες να ξοδέψουν το χρήμα που δημιούργησαν κατ’ εντολή τους. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να αποθηκεύουν τα κεφάλαια που πρόκειται να αποσυρθούν για τα άδεια ταμεία, καθώς η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει, αλλά αντιθέτως να τα χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα.
Κάνοντας αυτό θα φέρουν την ανάκαμψη χωρίς να δημιουργήσουν χρηματοοικονομική αστάθεια. Είναι ο μόνος τρόπος να απεξαρτηθούμε από τον εδώ και μία δεκαετία εθισμό μας. [SID:14692230]
Ο Κέινς υποστήριξε πως η οικονομική ενίσχυση που ακολουθεί την κατάρρευση θα πρέπει να γίνεται μέσω της δημοσιονομικής και όχι της νομισματικής πολιτικής. Η κυβέρνηση πρέπει να γίνει ο «ξοδευτής της τελευταίας στιγμής» προκειμένου να εξασφαλίσει πως το νέο χρήμα χρησιμοποιείται στην παραγωγή και όχι στην αποθήκευση.