Ευάλωτη η Ευρώπη και τα κράτη-μέλη
Σύμφωνα με αναλυτές, «η κατάσταση δεν είναι ίδια σε όλο τον κόσμο». Δεν έχουν επηρεαστεί όλες οι χώρες το ίδιο από την ενεργειακή κρίση. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη πλήττεται περισσότερο και καθίσταται ευάλωτη λόγω των ενεργειακών εξαρτήσεών της, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να διατηρήσει σε λειτουργία την παραγωγή της, διαχειριζόμενη με συλλογικές ενεργειακές συμφωνίες το αυξημένο βιομηχανικό κόστος, που στο τέλος καταλήγει με πολλαπλούς τρόπους στους πολίτες, δημιουργώντας κλίμα κοινωνικών προβλημάτων και αναταραχών. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα, επικαλούμενη όχι τόσο το ενεργειακό όσο την ανάγκη συμμόρφωσης στον περιορισμό των ρύπων, βάζει φρένο στην παραγωγή της. Επιπλέον, άλλες χώρες, όπως η Ινδία, αλλά και εκείνες που έχουν ενεργειακή αυτάρκεια αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού.
Οι εκπρόσωποι της αγοράς τονίζουν πως πρόκειται για ακραίες συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον, που παράλληλα αποδεικνύουν πως τα μέχρι τώρα σχέδια επί χάρτου για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και οικονομία είναι ανεπαρκή. Και αυτό γιατί οι «πράσινες συμφωνίες» και η επίτευξη στόχων όπως αυτοί που έχει θέσει η Ε.Ε., να μειώσει τις εκπομπές της κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 και η Ευρώπη να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, απαιτούν συγκεκριμένη δράση. Δράση που περιλαμβάνει κυρίως τον τρόπο με τον οποίο είναι εφικτή η αντικατάσταση πόρων και πρώτων υλών. Αντικατάσταση που δεν επιτυγχάνεται με το μαγικό ραβδάκι, αλλά προϋποθέτει υποδομές, τεχνολογία, έρευνα για νέα κοιτάσματα και κυρίως πολύ χρόνο για την ομαλή μετάβαση. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος συγκρούσεων και κατάρρευσης οικονομιών και κρατών με μεγάλες απώλειες. Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως στο 1,7 δισεκατομμύριο τόνους ανέρχονται τα αποθέματα λιγνίτη στην Ελλάδα, γεγονός που βάζει στο τραπέζι των αποφάσεων τον επανασχεδιασμό του ενεργειακού μίγματος της χώρας μακριά από βιαστικές αποφάσεις απολιγνιτοποίησής της, όπως αποδεικνύεται στην πράξη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαχρονικά στηριζόταν στην προμήθεια των πρώτων υλών από τρίτες χώρες, με την παραγωγή εντός Ένωσης να περιορίζεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η παραγωγή των τεχνολογικών μετάλλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χαμηλότερη του 2%, ενώ οι απαιτήσεις της είναι μεγαλύτερες και καλύπτονται από εισαγωγές.