Η σκυτάλη αλλάζει χέρια μέσα στον Ιούλιο
Η ανακοίνωση εταιρικών αποτελεσμάτων β’ τριμήνου ενδέχεται να υποσκελίσει τις κεντρικές τράπεζες
ΜΕΤΑ τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, μόνο οι κεντρικές τράπεζες οδηγούσαν τις αγορές μετοχών και ομολόγων σε μια άγρια πτωτική περιδίνηση. Θα τις επηρεάζουν δραστικά έως τις 12 Ιουλίου. Τότε ξεκινά η ανακοίνωση αποτελεσμάτων δευτέρου τριμήνου και σε αυτά το σημαντικότερο δεν θα είναι μια αναμενόμενη μείωση της κερδοφορίας, αλλά οι προσδοκίες αντιδράσεις των επιχειρήσεων. Καθώς στη διάρκεια του Ιουνίου η Fed επιτάχυνε επιθετικότερα από το αρχικώς προβλεπόμενο τις αυξήσεις των επιτοκίων. Παρ’ όλα αυτά οι δείκτες ανέκαμψαν την περασμένη εβδομάδα μετά την πτώση του S&P 500 την προπερασμένη εβδομάδα σε bear market, που ορίζεται ως πτώση 20% από ένα πρόσφατο υψηλό.
Νομισματική πολιτική
Η καθεμιά από τις κεντρικές τράπεζες δίνει ανεξάρτητες μάχες και αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα μέσα σε ένα παγκόσμιο σκηνικό, όπου κυριαρχούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Το νομισματικό κίνητρο των κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή πλημμύρας από φθηνό χρήμα κατά τη διάρκεια της πανδημίας έστειλε τους ισολογισμούς τους σε ιλιγγιώδη ύψη και τα επιτόκιά τους κοντά στο μηδέν ή ελαφρώς χαμηλότερα. Τώρα που ο παγκόσμιος πληθωρισμός εκτινάσσεται, σε μεγάλο ποσοστό από την υπερβολικά διευκολυντική νομισματική πολιτική για πολύ μεγάλο διάστημα, η Fed και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σφίγγουν για να
επιβραδύνουν τις υπερθερμασμένες οικονομίες τους. Ωστόσο, με τις οικονομίες της Κίνας και της Ιαπωνίας να παραμένουν αδύναμες, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) και η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) δεν ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Το ύψος του πληθωρισμού στις ΗΠΑ έφτασε στο 8,6% ετησίως τον Μάιο, το υψηλότερο από τον Δεκέμβριο του 1981.
Οι πιο πρόσφατες μετρήσεις για τον πληθωρισμό των άλλων τριών οικονομιών είναι οι εξής: Ευρωζώνη (8,1% ετησίως τον Μάιο, το υψηλότερο ιστορικά και τετραπλάσιο του στόχου της ΕΚΤ για 2%), Ιαπωνία (2,5% τον Απρίλιο, αλλά με τον δομικό στο 0,1% μόλις) και για την Κίνα (2,1% τον Μάιο).
Στις 15 Ιουνίου η FOMC αύξησε το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων κατά 75 μονάδες βάσης και έδειξε ότι θα ωθούσε τα επιτόκια υψηλότερα κατά 50-75 μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίασή της, στις 26-27 Ιουλίου. Ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ότι η Fed έπρεπε να κινηθεί πιο επιθετικά για να μειώσει τον πληθωρισμό. Οι διάμεσες προβλέψεις των αξιωματούχων της Fed για το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων ανέρχονται πλέον στο 3,4% φέτος και στο 3,8% το 2023, με την πρώτη να είναι 150 μονάδες βάσης πάνω από την πρόβλεψη που έκαναν τον Μάρτιο για 1,9% και τη δεύτερη να είναι 100 μονάδες βάσης πάνω από την πρόβλεψη του Μαρτίου που ήταν στο 2,8%. Προσθέτοντας τον κίνδυνο μιας ανώμαλης προσγείωσης, η Fed αρχίζει επίσης να μειώνει τον ισολογισμό της. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντέδρασαν σε αυτά τα σχέδια με μια ευρέως αναμενόμενη αστάθεια. Πιθανότατα, η άγρια πορεία θα συνεχιστεί, καθώς η Fed δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης σύντομα στη μάχη της κατά του πληθωρισμού.
Στη συνεδρίασή της στις 3 Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκια σταθερά, αλλά η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι «η κατάσταση έχει πράγματι αλλάξει».
Στις 9 Ιουνίου η ΕΚΤ σηματοδότησε ότι θα πραγματοποιούσε την πρώτη της αύξηση των επιτοκίων από το 2011 στη συνεδρίασή της στις 20-21 Ιουλίου, με μια πιθανή μεγαλύτερη κίνηση στις 8 Σεπτεμβρίου, ακολουθούμενη από περαιτέρω σταδιακές αυξήσεις. Αμέσως μετά η ΕΚΤ έλαβε μια αγοραία ειδοποίηση για το πώς η σύσφιγξη θα μπορούσε να επηρεάσει τις υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Γιατί οι αποδόσεις των ομολόγων αυτών των χωρών εκτοξεύθηκαν ξαφνικά. Στις 15 Ιουνίου, η ΕΚΤ πραγματοποίησε έκτακτη συνεδρίαση για να αντιμετωπίσει την απότομη άνοδο της απόδοσης των ιταλικών 10ετών κρατικών ομολόγων.
Ως ενδιάμεσο μέτρο, η ΕΚΤ είπε ότι θα πουλήσει ορισμένα ομόλογα που αγόρασε λόγω πανδημίας και θα αγοράσει αντ’ αυτού αδύναμα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης. Πράγματι, οι αποδόσεις των ιταλικών κρατικών ομολόγων κινήθηκαν χαμηλότερα μετά την ανακοίνωση. Μακροπρόθεσμα, η ΕΚΤ υποσχέθηκε να εφαρμόσει ένα «εργαλείο κατά του κατακερματισμού» για να μειώσει τις αποκλίσεις στις αποδόσεις μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών της Ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ αντιμετωπίζει ένα δύσκολο πολιτικό αίνιγμα: πώς να μειώσει το κόστος δανεισμού σε προβληματικές οικονομίες, ενώ παράλληλα θα αυξήσει τα επιτόκια σε άλλες χώρες.
Οι δείκτες στη Wall Street ανέκαμψαν την περασμένη εβδομάδα μετά την πτώση του S&P 500 την προπερασμένη εβδομάδα σε bear market.