Οι θυσίες και η αγωνία για μια καλύτερη ζωή Οικουμενικά ζητήματα προς αντιμετώπιση μέσα από ένα τρομερό δίλημμα
ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ του μυθιστορήματος είναι η δύσκολη καθημερινότητα και οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας που κατοικεί στο αγροτικό Τρινιντάντ. Η ιστορία, ωστόσο, θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη, καθώς η οικονομική δυσχέρεια, οι αγωνίες και τα κεντρικά διλήμματα των πρωταγωνιστών, όπως σημειώνει ο μεταφραστής του έργου στο Εισαγωγικό Σημείωμα: «…είναι σχεδόν οικουμενικά ζητήματα άπαξ και απεκδυθούν τις ιδιαίτερες συνθήκες που τα περιβάλλουν».
Ο Πίτερ και ο Πολ είναι δίδυμα δεκατριάχρονα αδέλφια, γιοι της Τζόι και του Κλάιντ. Παρά την εξωτερική τους ομοιότητα, διαφέρουν τελείως στην ψυχική και νοητική τους συγκρότηση. Ο Πίτερ θεωρείται ιδιοφυΐα προορισμένη να έχει ένα λαμπρό μέλλον, ενώ ο Πολ αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους ως, τουλάχιστον, «παράξενος».
«Σχόλασαν νωρίς σήμερα από το μάθημα με τον πατέρα Κάβανο. […]Η σκέψη να περάσει άλλα τρία τέτοια χρόνια του φαίνεται αφόρητη: με τα υπόλοιπα αγόρια να τον λυπούνται, και να προσπαθεί ν’ αντιγράψει κρυφά από τον Πίτερ, και να παλεύει στα τεστ και να μην τα καταφέρνει, και με τον μπαμπά να είναι πάντα θυμωμένος. Ο πατέρας Κάβανο είπε ότι δεν είναι καθυστερημένος -ο Πολ θυμάται ακόμη ότι ο πατέρας Κάβανο του ’σφιξε το μπράτσο, τον κοίταξε κατάματα και του είπε: “Άκουσέ με. Δεν είσαι.”
Για λίγο καιρό μετά ο Πολ αισθανόταν αλλιώς: λιγότερη ναυτία καθώς ντυνόταν το πρωί για να πάει στο σχολείο. λιγότερο φόβο όταν του απευθύνονταν οι καθηγητές. λίγο πιο πρόθυμος να χώσει καμιά αγκωνιά στην ουρά στο κυλικείο την ώρα του μεσημεριανού. Όμως οι εβδομάδες περνούσαν και ο πατέρας Κάβανο δεν έλεγε να το επαναλάβει, και τελικά αυτό το όμορφο συναίσθημα ξεθώριασε. Κάθε τόσο επαναλαμβάνει μόνος του τα ίδια λόγια στον εαυτό του, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς ένιωσε όταν τα πρωτοείπε ο πατέρας Κάβανο».
Ένα φρικτό συμβάν διαταράσσει την οικογενειακή ζωή κι οδηγεί σε ένα τρομερό δίλημμα. ο Πολ πέφτει θύμα απαγωγής, κι ο πατέρας προσπαθεί να αποφασίσει αν θα τον σώσει, δίνοντας για λύτρα χρήματα που προορίζει για τις σπουδές του «χαρισματικού» Πίτερ, ή αν θα τον θυσιάσει.
Διαβάζουμε στο Εισαγωγικό Σημείωμα: «Σε μια συνέντευξή της η Άνταμ λέει: “Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, τα χρόνια που διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου, υπήρξε ένα κύμα μαζικής μετανάστευσης από το Τρινιντάντ. […] Ακούγαμε για ανθρώπους με προσόντα, που είχαν το σεβασμό της κοινότητας, οι οποίοι εγκατέλειπαν το Τρινιντάντ και καθάριζαν δρόμους στο Μπρούκλιν ή το Κουίνς. […]θυμήθηκα εκείνη την εποχή και συγκλονίστηκα από την αποφασιστικότητα όλων εκείνων των γονιών που επέλεξαν να μεταναστεύσουν κι από το πόσα ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν ώστε τα παιδιά τους να έχουν κάποια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Σκέφτηκα πολύ αυτήν την αποφασιστικότητα - όλο το σχεδιασμό και την προετοιμασία, τις οικονομίες, τις θυσίες, τη διαρκή αγωνία. Συνειδητοποίησα τι βάρος ήταν αυτό, κι ότι αυτό θα ήταν το βάρος που κουβαλούσε ο Κλάιντ».
«…Ακόμα κι πάρεις την υποτροφία […] θα πρέπει πάλι να πληρώσω το πρώτο έτος. Το καταλαβαίνεις αυτό; Πρέπει να δώσω μπροστάντζα…»