Τα blockbuster απουσιάζουν
Ο «Έλβις» κέρδισε το κοινό των θερινών κινηματογράφων
Άκη Καπράνο ΤΡΕΙΣ οικογένειες, τρία διαμερίσματα σε τρεις αντίστοιχους ορόφους, τρεις ιστορίες για τον Νάνι Μορέτι που σκηνοθετεί τα «Τρία πατώματα». Μοιάζουν με μια κάποιου είδους αφετηρία για το σινεμά του - προς τα πού, δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Αν κρίνουμε από την ταινία, το ίδιο και ο Μορέτι. Στο από κάτω κείμενο, η έννοια της δικαιοσύνης. Και οι τρεις οικογένειες έχουν δικαστήρια. Η πρώτη ιστορία αφορά ένα ζευγάρι δικαστών και την προβληματική τους σχέση με τον μοναχογιό τους που, μεθυσμένος, παρέσυρε μια νεαρή γυναίκα, και σύντομα θα δικαστεί για τον χαμό της. Οι άλλες δύο περιπλέκονται, καθώς αφορούν μια ερωτική περιπέτεια αλλά και ένα παράλληλο κοινωνικό δράμα, ιστορίες που «ενώνουν» τα εναπομείναντα πατώματα. Δυστυχώς, κανένα νόημα δεν προκύπτει από αυτές τις ατάκτως ερριμμένες κορυφώσεις και αποφορτίσεις, γεμάτες με κλισέ εντελώς ξένα με τον Μορέτι που γνωρίζουμε και παρακολουθούμε χρόνια τώρα. Το ισπανικό «Μαϊσάμπελ» από την άλλη, βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία: Έντεκα χρόνια μετά τη δολοφονία του σοσιαλδημοκράτη συζύγου της από τη βασκική τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ, μια χήρα αποφασίζει να συναντήσει τους μετανοημένους δολοφόνους του. Όλα τα αισθητικά χαρακτηριστικά θυμίζουν θρίλερ καθώς κυριαρχεί αυτός ο εξαιρετικά επιμελημένος «ρεαλισμός», που δείχνει αιχμηρός,
αλλά είναι φυσικά στυλιζαρισμένος. Μόνο που εδώ, αυτή η προκύπτουσα ένταση διοχετεύεται σε μια δραματική (και, υπενθυμίζουμε, αληθινή) ιστορία, φορτίζοντας επαρκώς το προσωπικό στοιχείο και αποσιωπώντας αυτά που, ούτως η άλλως, δεν έχουν ακόμα απαντηθεί. Η βραβευμένη στη Βενετία «Χαμένη κόρη» έρχεται μήνες μετά την «έξοδό» της στο Netflix, αλλά πάντα υπάρχει χώρος στα θερινά για ένα δράμα γυρισμένο στην Ελλάδα. Μια ιστορία για τη μητρότητα, μια γυναίκα μέσης ηλικίας που παραθερίζει στις Σπέτσες, η φιλική της σχέση με μια νεαρή μαμά, και τα κρίματα του παρελθόντος της. Αισθάνεσαι έντονα πως η σκηνοθέτιδα Μάγκι Γκίλενχαλ έφτασε σε ένα ακραίο επίπεδο επικοινωνίας με την Ολίβια Κόλμαν, λίγα όμως αρθρώνονται κινηματογραφικά, παρά την εξέλιξη, και το «κλείσιμο» της πλοκής. Βγαίνει επίσης και το κλασικό αριστούργημα του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Μπλόου Απ», με τον Ντέιβιντ Χέμινγκς να αναζητά τον υπεύθυνο πίσω από μια δολοφονία που έχει, άθελά του, φωτογραφίσει (μην περιμένετε απαντήσεις, οι ερωτήσεις που θέτει ο Αντονιόνι ελάχιστα αφορούν το έγκλημα), καθώς και η ξεκαρδιστική παρωδία γουέστερν «Τζο ο Λεμονάδας», που γύρισε με μεγάλο κέφι ο Τσεχοσλοβάκος Όλντριχ Λίπσκι το 1964, σαρκάζοντας τα αμερικάνικα γουέστερν.