Ο τουρκικός λαός μπροστά στο μεγάλο δίλημμα: Ερντογάν ή αλλαγή
Συντηρητικό ισλάμ και αυταρχισμός εναντίον κοσμικού κράτους και φιλοδυτικών υποσχέσεων
Είκοσι χρόνια μετά την άνοδο του Ταγίπ Ερντογάν για πρώτη φορά στην εξουσία, η Τουρκία βρίσκεται μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πολιτικής αλλαγής με ευρύτερες επιπτώσεις. ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ φορά στις εκλογές της Κυριακής η μονοκρατορία Ερντογάν απειλείται από τον υποψήφιο της συνασπισμένης αντιπολίτευσης, τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της Κυριακής και το ενδεχόμενο να υπάρξει δεύτερος γύρος στις 28 Μαΐου για την εκλογή του προέδρου είναι καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για το ποιος θα κυβερνήσει την Τουρκία, αλλά και για το τι θα γίνει με την τουρκική οικονομία και πρωτίστως την εξωτερική πολιτική.
Το πρώτο είναι το βασικό μέλημα των Τούρκων ψηφοφόρων, καθώς η ακρίβεια και ο πληθωρισμός έχουν εξανεμίσει το εισόδημα του μέσου Τούρκου πολίτη. Το δεύτερο απασχολεί περισσότερο τους διεθνείς αναλυτές, καθώς η Τουρκία, κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, έχει απομακρυνθεί για τα καλά από τη Δύση τα τελευταία χρόνια.
Ο Ερντογάν, το άστρο του οποίου ανέτειλε το 2002, την ώρα που η Τουρκία έβγαινε από μια άλλη νομισματική κρίση και χρόνιο πληθωρισμό, έχει από το 2018 οδηγήσει στην τουρκική οικονομία
στην άβυσσο. Από το 2018, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου συνολικά 76% - 44% το 2021, 30% το 2022. Η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική του Ερντογάν και οι παρεμβάσεις του στην πολιτική της κεντρικής τράπεζας ενέτειναν από το 2021 την ελεύθερη πτώση της λίρας.
Η κεντρική τράπεζα μείωσε τα επιτόκια από το 19% στο 8,5%, την ώρα που ο πληθωρισμός έφτανε πέρυσι τον Οκτώβριο σε υψηλό διετίας, στο 85%. Και παρότι ο πληθωρισμός άρχισε έκτοτε να μειώνεται, οι αυξήσεις στα τρόφιμα -54% τον Απρίλιο, με τον πληθωρισμό συνολικά στο 43,7%εξακολουθούν να συμπιέζουν τα πενιχρά ούτως ή άλλως εισοδήματα της πλειονότητας των Τούρκων πολιτών. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας τα χρόνια του Ερντογάν στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στα φθηνά στεγαστικά δάνεια και σε μια επίπλαστη ευημερία, που είχε ωστόσο τραγική κατάληξη, όπως έδειξαν οι καταστροφικοί σεισμοί του Φεβρουαρίου. Η στέγη για όλους που υποσχόταν ο Τούρκος πρόεδρος και η «οικοδομική αμνηστία» που μοίραζε αφειδώς αποδείχτηκαν μία τραγική φενάκη.
Οικοδομική αυθαιρεσία
Οι σεισμοί του Φεβρουαρίου, με την κατάρρευση εκατοντάδων -σχετικά νεόδμητων- κτιρίων, αποκάλυψαν το όργιο οικοδομικής αυθαιρεσίας και παρατυπιών, που κρυβόταν πίσω από το οικοδομικό μπουμ.
Σε θεσμικό επίπεδο, το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν να οικοδομήσει ένα όλο και περισσότερο αυταρχικό κράτος. Χιλιάδες δημόσιοι λειτουργοί εκδιώχτηκαν ως οπαδοί του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο
ο Ερντογάν κατηγορεί ως υποκινητή του αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Η καταστολή εντάθηκε και δεκάδες ΜΜΕ έκλεισαν. Σύμφωνα με την οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, το 90% των τουρκικών ΜΜΕ βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης ή των υποστηρικτών της. Απέμεινε μια χούφτα εφημερίδων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση, πολλές από τις οποίες πέρασαν σε ηλεκτρονική μόνο έκδοση.
Απόλυτος… πρόεδρος
Ο Ερντογάν προχώρησε σε μία περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, μετατρέποντας την τουρκική δημοκρατία από προεδρευομένη σε προεδρική, με υπερεξουσίες στα χέρια του προέδρου.
Η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας ξεκινά με την ίδρυση της τουρκικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το 1923. Ο Ερντογάν με δημοψήφισμα άλλαξε το 2017 το Σύνταγμα, ενισχύοντας τις προεδρικές εξουσίες. Ο πρόεδρος είναι πλέον ο μόνος ηγέτης της χώρας και επικεφαλής της κυβέρνησης. Η θέση του πρωθυπουργού καταργήθηκε. Ο πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό και έχει πενταετή θητεία. Διορίζει και παύει τους υπουργούς, διορίζει τους ανώτατους δημοσίους λειτουργούς κατά την κρίση του και είναι επίσης επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου. Οι υπουργοί που διορίζονται από τον πρόεδρο τοποθετούν
τους διοικητές και τους εκπροσώπους του κράτους στις επαρχίες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον πρόεδρο να ενισχύει
την επιρροή του. Επί Ερντογάν η Τουρκία διεκδίκησε επίσης μεγαλύτερο ρόλο ως περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή. Προχώρησε σε τέσσερις εισβολές στη Συρία, ξεκίνησε επιθέσεις κατά των Κούρδων μαχητών στο Ιράκ και έστειλε στρατιωτική βοήθεια στη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν.
Παράλληλα, η Άγκυρα ήρθε σε αντιπαράθεση με μία σειρά από περιφερειακές δυνάμεις: τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ.
Το αφήγημα της «γαλάζιας πατρίδας» έγινε κυρίαρχο, με τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του να εντείνουν την επιθετική ρητορική στην ανατολική Μεσόγειο κατά της χώρας μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι την πρόσφατη «διπλωματία των σεισμών» και την εκτόνωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το μεγαλύτερο αγκάθι ίσως, που οδήγησε την Άγκυρα σχεδόν
σε ρήξη με τις ΗΠΑ, ήταν η αγορά των ρωσικών S-400. Παράλληλα, στον πόλεμο της Ουκρανίας η Τουρκία προσπαθεί να τα έχει καλά και με το Κίεβο και με τη Μόσχα. Έχει πολλές φορές επικριθεί πως τουρκικές επιχειρήσεις παραβιάζουν το διεθνές εμπάργκο κατά της Ρωσίας, κάτι το οποίο η Άγκυρα διαψεύδει.
Επίσης, ο Ερντογάν επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τις καλές σχέσεις που διατηρεί με Ρωσία και Ουκρανία, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της συμφωνίας για την εξαγωγή των ουκρανικών σιτηρών. Στο ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, έβαλε εμπόδια στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η πρώτη πήρε τελικά το τουρκικό «ΟΚ», η δεύτερη ελπίζει πως μετά τις εκλογές θα καμφθούν οι αντιρρήσεις της Άγκυρας, που κατηγορεί τη Στοκχόλμη πως δεν κάνει αρκετά για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Στο προσφυγικό, ο Κιλιτσντάρογλου λέει πως θα επιδιώξει τη μετεγκατάσταση των 3,5 εκατ. Σύρων προσφύγων.
H αντιπολίτευση
Μετά από αρκετούς μήνες παλινωδιών, τα δύο κυρίαρχα κόμματα της αντιπολίτευσης, το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Κιλιτσντάρογλου και το κεντροδεξιό κόμμα Καλό Κόμμα (Ιyi Parti) της πρώην υπουργού Εσωτερικών Μεράλ Ακσενέρ, αποφάσισαν να συνεργαστούν με τα τέσσερα άλλα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, πάνω σε μία πλατφόρμα που υπόσχε