«Τσιμπάνε» και πάλι τα κόκκινα δάνεια
Προβληματισμός στην ΕΚΤ από τις διαπιστώσεις της για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών της Ευρωζώνης
8% έφτασε η απόδοση ιδίων κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών το 2022.
Αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά το β’ εξάμηνο του 2022, εξέλιξη που ταυτίζεται χρονικά και με την αύξηση των επιτοκίων, διαπιστώνει η ΕΚΤ.
ΑΥΤΟ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ από ομιλία του αντιπροέδρου της ΕΚΤ, Λουί ντε Γκίντος, ο οποίος επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι «ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο, τα ποσοστά αθέτησης των πιστωτικών ανοιγμάτων των τραπεζών άρχισαν να αυξάνονται το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και τα έγκαιρα προειδοποιητικά σήματα για μελλοντική επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων έχουν γίνει πιο έντονα».
«Τα δάνεια που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (τα λεγόμενα δάνεια "σταδίου 2") αυξάνονται, ιδίως τα καταναλωτικά», σημειώνει ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα είναι μηδαμινά στο α’ τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν μια αύξηση στο προσεχές διάστημα -όχι μεγάλη σε απόλυτα μεγέθη-, ωστόσο διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τις προβλέψεις τους.
Παρά τον παραπάνω προβληματισμό, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε την ανάγκη συνέχισης της χρηματοδότησης της οικονομίας, καθώς εάν βαθύνει η ύφεση οι πρώτες που θα επηρεαστούν θα είναι οι τράπεζες. Επίσης σημείωσε την ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε μια νομοθετική πρόταση που θα βελτιώσει τον τρόπο διαχείρισης κρίσεων που επηρεάζουν τις μεσαίες και μικρότερες τράπεζες στην Ευρώπη, ενώ πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά κάποια πιο φιλόδοξα σχέδια. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) και ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες κατά την εξυγίανσή τους. Και τα δύο θα ενίσχυαν περαιτέρω την ανθεκτικότητα του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα για τους νομοθέτες.
Ακόμη, όπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, πρέπει να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος στην ένωση κεφαλαιαγορών (CMU). Η δημιουργία βαθύτερων και πιο
ολοκληρωμένων κεφαλαιαγορών στην Ε.Ε. θα παράσχει στις επιχειρήσεις πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης, ως εναλλακτικές ή συμπληρωματικές στην τραπεζική πίστωση. Έτσι η οικονομία θα έχει απρόσκοπτη χρηματοδότηση.
Το θέμα των εταιρικών ακινήτων αλλά και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι από αυτά που ενδέχεται να επηρεάσουν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και για τα οποία ο κ. Ντε Γκίντος κάνει ειδική αναφορά: «Εντείνονται οι ανησυχίες σχετικά με τις προοπτικές των δανείων για εμπορικά ακίνητα, εν μέσω πτώσης των αποτιμήσεων και της μειωμένης ζήτησης. Και ενώ η ενεργειακή κρίση έχει υποχωρήσει, οι κίνδυνοι για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από την καθυστέρηση της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα εξακολουθούν να είναι υψηλοί».
Κερδοφορία και «απειλές»
Η κερδοφορία των τραπεζών της Ζώνης του Ευρώ, πάντως, βελτιώθηκε το 2022 και η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους έφτασε σχεδόν το 8%, το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της τραπεζικής ένωσης. Βελτιώθηκαν επίσης οι αποτιμήσεις της αγοράς για τις τράπεζες της Ζώνης του Ευρώ, με το χάσμα αποτίμησης έναντι των ομολόγων τους στις ΗΠΑ να
μειώνεται. Ο τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης υποστηρίζεται από ισχυρές κεφαλαιακές θέσεις. Ο συνολικός δείκτης Common Equity Tier 1 των τραπεζών διαμορφώθηκε στο 15,3% στο τέλος του 2022, πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις. Και η πτώση των αποθεμάτων των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) συνεχίστηκε πέρυσι, με τον συνολικό δείκτη NPL των τραπεζών να σταθεροποιείται στο 2,3% το τέταρτο τρίμηνο.
Ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητάς τους ξεπέρασε το 160% στο τέλος του 2022 και περίπου τα μισά από τα υψηλής ποιότητας ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία διατηρούνται ως μετρητά και καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες.
Ωστόσο, η άνοδος των επιτοκίων αποτελεί πρόκληση γύρω από την κερδοφορία και την ανθεκτικότητα των τραπεζών.