Πώς ο θεσμός της μαθητείας θα δώσει ώθηση στο επιχειρείν
ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ: Προτάσεις για την αναθεώρηση του πλαισίου εκπαίδευσης σε εργασιακούς χώρους
Σειρά προτάσεων για την αναθεώρηση - επικαιροποίηση του θεσμού της μαθητείας, δηλαδή της επαγγελματικής κατάρτισης των νέων με την απασχόλησή τους στις επιχειρήσεις, καταθέτει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ θέμα αναλύθηκε στο διαδικτυακό workshop: «Πώς λειτουργεί η διττή επαγγελματική κατάρτιση στη Γερμανία και την Ελλάδα, με έμφαση στις επιχειρήσεις», που οργανώθηκε από το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Future4VET και το κείμενο των προτάσεων αποσκοπεί να παρουσιάσει τα βασικά στοιχεία της εμπειρίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων από την συμμετοχή τους στην εφαρμογή του θεσμού της μαθητείας.
Το κείμενο προτάσεων καταλήγει στην ανάγκη υποστήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα, έτσι ώστε να συμβάλουν και από την πλευρά τους στη διαμόρφωση ποιοτικών θέσεων μαθητείας με την παροχή ενός δημιουργικού περιβάλλοντος μάθησης για τους νέους ανθρώπους.
Δράσεις μεταρρύθμισης
Όπως επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μαθητεία αποτελεί πολιτική προτεραιότητα για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση διαχρονικά. Συστηματικότερα, όμως, από το ανακοινωθέν της Μπριζ το 2010 έως τη Διακήρυξη
του Όσναμπρουκ το 2020, το αίτημα προς όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αναλάβουν δράσεις μεταρρύθμισης των υφιστάμενων προγραμμάτων μαθητείας ή εισαγωγής νέων.
Ειδικότερα, η Διακήρυξη του Όσναμπρουκ του 2020 αναγνώρισε, για ακόμα μία φορά, ότι η μαθητεία και η μάθηση στον χώρο εργασίας ή μάθηση βασισμένη στην εργασία (work-based learning) βελτιώνουν την απασχολησιμότητα, εξοπλίζοντας τα άτομα με «γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που σχετίζονται με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας και προσφέρουν αναβάθμιση και επανεκπαίδευση (reskilling/ upskilling)», εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κοινωνική ενσωμάτωση και συνοχή.
Ανασταλτικοί παράγοντες
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ειδικά κατά την περίοδο της βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της περιόδου 2010-2018, η μαθητεία παρουσιάστηκε ως κεντρική επιλογή για την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα, όπως η ανεργία, ειδικά των νέων, και οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων. Ωστόσο, παρά τα οφέλη που μπορεί να υποστηριχθεί ότι προσφέρει η μαθητεία, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις ως προς την ευρεία υιοθέτηση και εφαρμογή της. Η περιορισμένη ευαισθητοποίηση και κατανόηση των προγραμμάτων μαθητείας, ο διοικητικός φόρτος και οι περιορισμοί πόρων θέτουν εμπόδια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιδιώκουν να συμμετάσχουν σε πρωτοβουλίες μαθητείας.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ), η αντιμετώπιση
αυτών των προκλήσεων απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους ενδιαφερόμενους φορείς των οικονομικών κλάδων και των επαγγελμάτων και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα για την παροχή στοχευμένης υποστήριξης, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών και την προώθηση μιας κουλτούρας συνεργασίας και καινοτομίας.
Η περιορισμένη ευαισθητοποίηση και κατανόηση των προγραμμάτων μαθητείας θέτει εμπόδια για τη συμμετοχή ΜμΕ σε σχετικές πρωτοβουλίες. Η μαθητεία εξοπλίζει τους νέους με ειδικές γνώσεις και δεξιότητες που σχετίζονται με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας.
Οι Σχολές Μαθητείας
Όπως αναφέρεται στο κείμενο προτάσεων, για πολλά χρόνια οι Σχολές Μαθητείας του πρώην
ΟΑΕΔ είχαν ιδιαίτερα σημαντική θέση στην τροφοδότηση των επιχειρήσεων με εξειδικευμένους τεχνίτες και επαγγελματίες σημαντικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Υπήρξαν, όμως, και χρονικές περίοδοι που η λάμψη των σχολών αυτών ξεθώριασε στην ελληνική κοινωνία, όπως και συνολικά της επαγγελματικής - τεχνικής εκπαίδευσης, τόσο λόγω της στροφής του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας προς τις υπηρεσίες όσο και του σημαντικού ρόλου που απέκτησε η τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία αποτέλεσε βασική στρατηγική «κοινωνικής κινητικότητας», κυρίως για τα μικροαστικά και τα αγροτικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και που φάνηκε να δίνει πρόσβαση σε καλύτερες (από άποψη κύρους και αμοιβών) θέσεις εργασίας. Αυτό φυσικά, όπως δείχνει έρευνα του CEDEFOP, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, όμως για δεκαετίες είχε
σημαντικές επιπτώσεις στη μη ελκυστικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα ως εκπαιδευτικής διαδρομής από τις οικογένειες για τα παιδιά τους.
Έτσι, η μαθητεία και η αναμόρφωσή της, με τρόπο τέτοιο που να ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα, δεν αποτέλεσε εθνική προτεραιότητα.
Επένδυση εν μέσω κρίσης
Την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης, όμως, η επένδυση στον θεσμό της μαθητείας φάνηκε ως βασικό εργαλείο που θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, τα ποσοστά της οποίας ήταν τότε συντριπτικά, και τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, απόπειρες επέκτασης του θεσμού της μαθητείας έχουμε με τον νόμο 4186/2013, με τη διαμόρφωση του γνωστού ως «Έτους Μαθητεί
ας» στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), εισάγοντας δηλαδή, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα μαθητείας σε μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο.
Σημαντικό σταθμό στη διαμόρφωση του συστήματος μαθητείας στην Ελλάδα αποτελεί ο νόμος 4763/2020, που αφορούσε τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης (Μεταλυκειακό Έτος Τάξη Μαθητείας). Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, οι παρεμβάσεις αυτές, εάν πράγματι θέλουμε να ακριβολογούμε λαμβάνοντας υπόψη το παράδειγμα του δυϊκού συστήματος εκπαίδευσης, εν μέρει μπορούν να ονομαστούν μαθητεία, αλλά περισσότερο προσιδιάζουν σε πρακτική άσκηση.
Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (πρώην ΟΑΕΔ) εξακολουθεί να έχει, ακόμα και σήμερα, κομβικό ρόλο στη μαθητεία και την εφαρμογή του δυϊκού συστήματος εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Τα πλεονεκτήματα
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, τα πλεονεκτήματα της μαθητείας για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα σημεία:
Αντιμετώπιση της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού και διαμόρφωση νέων ειδικευμένων εργαζομένων.
Κατά τη διάρκεια της μαθητείας σε μια επιχείρηση, οι μαθητευόμενοι έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν την ιδιαίτερη κουλτούρα της, άρα και να ενταχθούν με σχετική ευκολία σε αυτήν στο μέλλον, υπηρετώντας ταυτόχρονα τους ιδιαίτερους στόχους της.
Η προσφορά ποιοτικών θέσεων μαθητείας εκτιμάται πως δίνει στις επιχειρήσεις δυνατότητες για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους.
Τις βοηθά ακόμη και να ενισχύσουν τον καινοτόμο χαρακτήρα τους.
Τα προγράμματα μαθητείας βοηθούν τις επιχειρήσεις στην εξοικονόμηση του πρόσθετου κόστους που σχετίζεται με την αναζήτηση και την προσαρμογή προσωπικού στις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε επιχείρησης.
Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας η επιχείρηση έχει πλήρη εικόνα των δεξιοτήτων και των προσόντων των μαθητευόμενων και το πώς μπορεί να τους αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο.
Η συνεχής επένδυση σε πρωτοβουλίες μαθητείας είναι απαραίτητη για την απελευθέρωση του πλήρους εργατικού δυναμικού για τις ΜμΕ.