«Ὅπλον ἀκαταμάχητον»
Ἡμέρα ἐπίσημη καὶ ἁγία ἡ 14η Σεπτεμβρίου γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ἑορτάζει θριαμβευτικὰ τὴν παγκόσμια Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Θυμᾶται τὴν εὕρεσή του ἀπὸ τὴν ἁγία Ἑλένη, τὴ μητέρα τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ τὴν εὐλαβικὴ προσκύνησή του ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων. Θυμᾶται ἀκόμη τὴν ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες ἐπανάκτησή του ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, ὅταν νίκησε τοὺς Πέρσες ποὺ τὸν εἶχαν ἁρπάξει. Ἔφερε τότε ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ὕψωσε στὸν Πανίερο Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς προσκύνησε μὲ βαθιᾶ συγκίνηση καὶ ἔψαλε μὲ συγκλονισμὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Ἀπὸ τότε σ’ ὅποιο προσκύνημα φυλάσσεται τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, τρέχουμε οἱ πιστοὶ καὶ τὸ προσκυνοῦμε μὲ εὐλάβεια καὶ παίρνουμε δύναμη καὶ Χάρι καὶ πολλὴ ἐνίσχυση στὸν ἀγώνα μας. Εἶναι τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο μας, τὸ ὁποῖο ἑτοίμαζε προαιωνίως γιὰ τὴ σωτηρία μας ὁ Θεὸς καὶ τὸ παρουσίαζε συμβολικὰ ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ θαυμαστὲς προτυπώσεις.
Μία ἀπ’ αὐτὲς παρουσιάζεται μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία του στοὺς Αἰγυπτίους καὶ τὴν πορεία του μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο μὲ προορισμὸ τὴ γῆ Χαναάν. Ἀντιμετώπισαν τότε πολλοὺς ἐχθροὺς οἱ Ἰσραηλίτες, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν οἱ Ἀμαληκίτες. Ὁ ἐλευθερωτὴς τοῦ λαοῦ, ὁ Μωυσῆς, ἀνέβηκε σ’ ἕνα βουνὸ καὶ παρακολουθοῦσε προσευχόμενος τὴ μάχη. Ὅσο κρατοῦσε ψηλὰ τὰ χέρια του σὲ προσευχή, νικοῦσαν οἱ Ἰσραηλίτες. Ὅταν κουραζόταν καὶ τὰ κατέβαζε, ἡ νίκη ἔγερνε μὲ τὸ μέρος τῶν Ἀμαληκιτῶν. Τότε ὁ ἀδελφός του Ἀαρὼν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ ὁ ἀνιψιός του Ὢρ ἀπὸ τὴν ἄλλη κρατοῦσαν τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ ὑψωμένα καὶ τελικὰ οἱ Ἰσραηλίτες κέρδισαν τὴ νίκη. Τὸ σῶμα τοῦ Μωυσῆ μὲ τὰ ἁπλωμένα χέρια σχημάτιζε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ!
Ἔτσι νίκησε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς θυμᾶται ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος καὶ λέει: «Μωσῆς προετύπου σε, χεῖρας ἐκτείνας εἰς ὕψος, καὶ κατατροπούμενος, Ἀμαλὴκ τὸν τύραννον, Σταυρὲ τίμιε, τῶν πιστῶν καύχημα, ἀθλητῶν στήριγμα...»
Ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς Χάριτος, ὁ χριστιανικὸς λαός, στὴν πορεία του μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου πρὸς τὴ γῆ τῆς πολὺ ἀνώτερης ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, στὴν πορεία του πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, πολεμεῖ σὲ πνευματικὸ πεδίο μάχης μὲ τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ, τοὺς ἀόρατους δαίμονες. Ὅπως οἱ Ἀμαληκίτες ἦταν πολὺ ἰσχυρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του εἶναι πολὺ ἰσχυρότεροι ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ Ἰσραηλίτες εἶχαν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ σχῆμα ποὺ ἔπαιρνε τὸ σῶμα τοῦ Μωυσῆ, καθὼς προσευχόταν γι’ αὐτούς, καὶ νίκησαν. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὡς ὅπλο ἀκαταμάχητο στὸν ἀγώνα μας καὶ μὲ τὴ δύναμή του μποροῦμε νὰ νικοῦμε τοὺς ἀρχαίους ἐχθροὺς τῆς σωτηρίας μας.
Ὁ διάβολος νόμισε ὅτι νίκησε τὸν Χριστό, ὅταν Τὸν εἶδε προσηλωμένο στὸ ἀτιμωτικὸ μέχρι τότε ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὅπου Τὸν ὁδήγησαν τὰ τυφλὰ ὄργανά του, οἱ γεμάτοι μίσος καὶ φθόνο ἡγέτες τοῦ ἀχάριστου λαοῦ. Ἐκεῖ ὅμως συντρίφθηκε ἡ δύναμή του. Ἐκεῖ δέχθηκε τό μεγαλύτερο πλῆγμα καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συνεχίζει ἀνενόχλητος τὸ ψυχοκτόνο ἔργο του. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἔσβησε μὲ τὸ Αἷμα του τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐκεῖ, στὸν Σταυρό, ἔγδυσε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, τὶς καταντρόπιασε φανερὰ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ ἔσυρε τοὺς δαίμονες νικημένους σὲ θριαμβευτικὴ πομπή, ἀναδεικνύοντας ἔτσι τὸν Σταυρό του θριαμβευτικὸ ἅρμα τοῦ Νικητῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ» (Κολασ. β΄ 15).
Κάθε φορὰ ποὺ «τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα» (Ἐφ. ς΄ 16), δηλαδὴ οἱ καυστικοὶ πειρασμοὶ τοῦ πονηροῦ, ποὺ μοιάζουν μὲ βέλη πύρινα, ἀπειλοῦν τὴν ψυχή μας, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σχηματίζουμε μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐπάνω μας, νὰ στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δίνει τὴ Χάρι ποὺ ἀπέρρευσε ἀπὸ τὸν ζωοποιὸ Σταυρό του. Προπάντων νὰ συμμετέχουμε στὴ θεία Λειτουργία, ποὺ εἶναι ἡ μυστηριακὴ ἐπανάληψη τῆς θυσίας τοῦ Σταυροῦ, καὶ κατάλληλα προετοιμασμένοι καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ μας, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα του, ποὺ πότισε τὸν Τίμιο Σταυρό του. Τότε δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε κανέναν· ἐμεῖς γινόμαστε φοβεροὶ γιὰ τὸν διάβολο.
Ὡς νικητὲς στὴ μάχη ἐναντίον του, μποροῦμε νὰ ψάλλουμε μὲ τὸν ὑμνωδὸ γεμάτοι εὐγνωμοσύνη στὸν λυτρωτή μας Κύριο: «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν· ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾷ καὶ θάνατον κατήργησε. Διὰ τοῦτο προσκυνοῦμεν τὴν Ταφήν σου καὶ τὴν Ἔγερσιν».