Τὸ μυστήριο τοῦ πολέμου (Α΄)
Ὅταν ξεκίνησαν πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια, οἱ μικρότεροι αὐτῆς τῆς γενιᾶς ἦταν μωρά. Αὐτοὶ θυμοῦνται σὰν σὲ ὄνειρο τὰ δραματικὰ γεγονότα τῆς ἀρχῆς τοῦ ταξιδιοῦ τους: τὶς σκνίπες, τὸ μεγάλο ποτάμι γεμάτο αἷμα, τὰ σύννεφα τῶν ἀκρίδων κι ἄλλα...
Προπαντὸς ἐκείνη τὴ βραδιὰ ποὺ ἡ φριχτὴ κραυγὴ ἔσχισε τὰ σπλάχνα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ τὴ μία μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη της. Κάθε αἰγυπτιακὸ σπίτι καὶ θρῆνος πάνω στὸ πτῶμα τοῦ πρωτότοκου παιδιοῦ. Μὰ τὰ δικά τους σπίτια εἶχαν μείνει ἀπείραχτα, διότι εἶχαν βάψει μὲ τὸ αἷμα τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ τὴν πόρτα τους. Βιαστικὰ ἔφαγαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸ ψημένο ἀρνάκι τους· ὄρθιοι, ζωσμένοι, μὲ τὰ ραβδιὰ στὰ χέρια. Θὰ ἔφευγαν, ἔλεγαν, γιὰ ἄλλη πατρίδα, ὅπου στὰ ποτάμια ἔτρεχε γάλα καὶ ἀπὸ τὶς βρύσες ἔρεε μέλι (Ἐξ. ζ΄ κ.ἑξ.).
Ἔτσι, σὰν παραμύθι, τὸ καταλάβαιναν τότε τὰ μικρά. Οἱ μεγαλύτεροι, δεκαπεντάχρονοι καὶ πάνω, τὰ θυμοῦνταν πολὺ ζωηρά· πῶς ἔφυγαν ἆρον-ἆρον ἐκεῖνο τὸ βράδυ, πῶς ἔφθασαν στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, πῶς σχίσθηκε αὐτὴ καὶ πέρασαν ἀπέναντι καὶ πῶς πνίγηκε μέσα της ὁ στρατὸς καὶ τὰ ἅρματα τῶν Αἰγυπτίων... ἀπίστευτα γεγονότα!
Ἔπειτα πόσα θαύματα ἔζησαν! Στὸ Σινᾶ μὲ τί τρόμο πῆραν τὸν Νόμο! Κάθε μέρα τοὺς ἔριχνε ὁ Θεὸς τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό – τὸ μάννα! Ὁ Μωυσῆς τοὺς ἔβγαζε ἀπὸ τὶς πέτρες νερό, ἡ νεφέλη τοὺς σκέπαζε τὴν ἡμέρα καὶ τοὺς φώτιζε τὴ νύχτα. Σαράντα χρόνια βάδιζαν στὴν ἔρημο· τὰ ροῦχα τους δὲν πάλιωσαν, τὰ ὑποδήματά τους ἄθικτα!
Τώρα ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ ἦταν ὅλα ἄνδρες. Οἱ μεγάλοι εἶχαν πεθάνει, ἀκόμη καὶ ὁ μέγας Μωυσῆς. Εἶχαν τώρα ἀρχηγὸ τὸν θαυμαστὸ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ξανάζησαν τὸ θαῦμα τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας· μόλις ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης μπῆκε στὸν Ἰορδάνη, τὸ ποτάμι χωρίσθηκε στὰ δύο· πέρασαν ἀπέναντι βαδίζοντας σὲ ξηρά. Τὸ τελευταῖο μεγάλο θαῦμα ἔγινε στὴν Ἱεριχώ. Τὴν περιτριγύρισαν ἑφτὰ ἡμέρες μὲ τὴν Κιβωτό, τὴ δὲ ἕβδομη ἡμέρα ἑφτὰ φορές. Μόλις λοιπὸν σάλπισαν οἱ ἱερεῖς καὶ ἔκραξαν ὅλοι μαζί, τὰ τείχη τῆς πόλεως σωριάσθηκαν μεμιᾶς... Ἔπειτα τὴν ἀφάνισαν...
Μεγάλο τὸ θαῦμα!
Μπροστά τους τώρα ἡ γῆ ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς στοὺς πατέρες τους: τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ. Ἡ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», ὅπως τὴν ὀνόμαζαν, τῆς ὑποσχέσεως δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Μεγάλες οἱ πόλεις της, ὀχυρωμένες σὰν τὴν Ἱεριχώ. Ὅμως τώρα γνωρίζουν: Ὑπολογίζουν ὅτι θὰ προχωρήσουν, θὰ τὶς περικυκλώσουν μία-μία μὲ τὴν Κιβωτό, θὰ πέφτουν τὰ τείχη τους καὶ θὰ τὶς ἐξαφανίζουν...
Ἆ, ὄχι, ὄχι!
Τέλος τὰ θαύματα μὲ τὴν Κιβωτό. Τώρα λαμβάνουν ἐντολὴ νὰ ἑτοιμασθοῦν γιὰ πόλεμο. Τὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» θὰ πρέπει νὰ τὴν κατακτήσουν μὲ πόλεμο, μὲ τὸ σπαθί τους.
Ἔτσι ἔπραξαν. Μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ προχώρησαν, πολέμησαν καὶ ἐξόντωσαν τοὺς λαοὺς τῆς περιοχῆς. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ πέθανε, εἶχαν ἤδη κατανικήσει τοὺς ἀλλοφύλους καὶ εἶχαν κατακτήσει τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Ὅμως ὄχι ὅλη! Κάποιοι λαοὶ κρατοῦσαν ἀκόμη ἕνα τμῆμα τῆς ὑπεσχημένης περιοχῆς. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ πεθαίνοντας τοὺς τόνισε ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ἐξοντώσουν ὅλους τοὺς ξένους λαούς, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τους.
Ἐδῶ ἔκαναν τὸ μεγάλο λάθος. Καθὼς εἶχαν σαρώσει τόσους λαούς, αἰσθάνθηκαν ὅτι ἦταν ἀνίκητοι καὶ σταμάτησαν τὸν πόλεμο· «οὐκ ἐξωλόθρευσαν τὰ ἔθνη, ἃ εἶπε Κύριος αὐτοῖς» (Ψαλ. ρε΄ [105] 34). Αὐτὸ στάθηκε ὁ μεγάλος τους πειρασμὸς ὅλα τὰ ἑπόμενα χρόνια. Παρασύρονταν ἀπὸ τοὺς λαοὺς αὐτοὺς καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα. Κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκατέλειπε καὶ οἱ ἐχθροί τους τοὺς ὑποδούλωναν. Τί ταλαιπωρίες, τί βάσανα, τί σφαγὲς καὶ καταστροφὲς τοὺς κόστισε ἡ ὀκνηρία ἐκείνη! Αἰῶνες κατατρεγμῶν καὶ θλίψεων!
Θλιβερὴ ἐξέλιξη...
Ἀλλὰ τί θαυμαστὸ μυστήριο κρύβεται σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία!
Διότι «ταῦτα πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν» (Α΄ Κορ. ι΄ 11)· ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔγιναν τότε στοὺς Ἑβραίους, ἦταν ταυτόχρονα προτυπώσεις. Γράφτηκαν γιὰ νὰ συνετισθοῦμε ἐμεῖς στοὺς ὁποίους κατέληξαν οἱ ἔσχατοι καιροὶ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν συνεπῶς μεγάλη σημασία γιὰ ἐμάς καὶ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα.
Ὅμως αὐτὸ θὰ τὸ παρουσιάσουμε σὲ ἑπόμενο ἄρθρο.