Ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτος
Ὅταν μελετοῦμε τὴν ἱερὴ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτο τοῦ Μωυσῆ.
Ὁ Μωυσῆς, σαράντα χρόνια αὐτοεξόριστος στὴ γῆ Μαδιάμ, ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πεθεροῦ του Ἰοθόρ, τοῦ ἱερέα τῆς Μαδιάμ.
Κάποτε ὁδήγησε τὰ πρόβατά του δυτικά, πέρα ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ ἔφθασε στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Χωρήβ, στὴν τοποθεσία στὴν ὁποία εἶναι τώρα κτισμένη ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός: «Ὤφθη αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου» (Ἐξ. γ΄ 2). Ὁ ἄγγελος ποὺ ἐμφανίσθηκε στὸν Μωυσῆ, δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀποστέλλει ὁ Θεός, ἀλλὰ «ὁ μονογενὴς Υἱός, ὁ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἑρμηνεύουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές. Τοῦ ἐμφανίσθηκε μέσα σὲ πύρινες φλόγες ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ κέντρο μιᾶς βάτου. Ἡ βάτος φλεγόταν, ἀλλὰ δὲν κατακαιγόταν. Ἐνῶ εἶχε πάρει φωτιὰ καὶ ἔβγαζε φλόγες, δὲν καιγόταν νὰ γίνει στάχτη.
Αὐτὸ τὸ θέαμα εἶναι παράδοξο, σκέφθηκε ὁ Μωυσῆς. Ἂς πλησιάσω νὰ δῶ καλύτερα «τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο» (Ἐξ. γ΄ 3). Πῶς φλέγεται ἡ βάτος, ἀλλὰ δὲν κατακαίγεται;
Πλησίασε γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα, ἀλλὰ μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ βάτο τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του: «Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι;» Ὁρίστε! Τί συμβαίνει;
Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Μὴ ἐγγίσῃς ὧδε. Λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί» (Ἐξ. γ΄ 5). Μὴν πλησιάσεις ἐδῶ στὴ βάτο. Βγάλε τὰ σανδάλια ἀπὸ τὰ πόδια σου, διότι ὁ τόπος στὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, εἶναι τόπος ἅγιος καὶ καθαρός. Ἐγώ, συνέχισε ὁ Κύριος, εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ λάτρευσαν οἱ πρόγονοί σου. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.
Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μωυσῆς, γεμάτος δέος καὶ εὐλάβεια, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του, διότι φοβόταν νὰ ρίξει τὸ βλέμμα του ἀπευθείας πάνω στὴ βάτο μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ παράδοξο θέαμα, τὸ «μέγα ὅραμα», ὅπως τὸ ὀνόμασε ὁ Μωυσῆς, οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς βλέπουν τὸν συμβολισμὸ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Παρατηροῦν ὅτι, ὅπως τὰ ἀγκάθια δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴ φωτιά, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει τὴ θεία φύση. «Πλὴν ἐν Χριστῷ συνέβη καὶ γέγονεν οἰστή» (= ἐβαστάχθη), ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (PG 69, 413D).
Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὸ Θεοτοκίο τῆς α΄ ᾨδῆς τῶν Τριαδικῶν Ὕμνων τοῦ βαρέος ἤχου ψάλλει: «Ὤφθης ἐπὶ τῆς βάτου τῷ Μωυσῇ, Θεοῦ Λόγε, ὡς πῦρ καθαρτήριον, μὴ φλέγον δὲ τὸ σύνολον, τὴν ἐκ Παρθένου προτυπῶν σου σάρκωσιν, δι᾿ ἧς τοὺς βροτοὺς ἀνεμόρφωσας». Φανερώθηκες στὴ βάτο στὸν Μωυσῆ, Λόγε τοῦ Θεοῦ, σὰν φωτιὰ καθαρτήρια ποὺ δὲν κατάκαιγε τὸ σύνολο τῆς βάτου, προτυπώνοντας τὴ σάρκωσή σου ἀπὸ τὴν Παρθένο, μὲ τὴν ὁποία ἀναμόρφωσες τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ πῦρ τῆς θεότητος, τὸ ὁποῖο κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔσωζε τὸν κόσμο, δὲν κατέστρεψε τὴν παρθενία τῆς πανάχραντης Κόρης. Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναμόρφωσε τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπὸ τὴν κακομορφία τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κάκωση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὴν η΄ ᾨδὴ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ψάλλει: «Μωσῆς κατενόησεν ἐν βάτῳ τὸ μέγα μυστήριον τοῦ τόκου σου...» Ἀποδίδει σαφῶς τὸν συμβολισμὸ τῆς φλεγόμενης καὶ μὴ κατακαιόμενης βάτου στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου».
Ἐπίσης ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τοῦ Θεοτοκίου τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ β΄ ἤχου ψάλλει: «Ὡς γὰρ ἡ βάτος οὐκ ἐκαίετο καταφλεγομένη, οὕτω Παρθένος ἔτεκες καὶ Παρθένος ἔμεινας...» Ὅπως ἡ βάτος ἔβγαζε φλόγες, ἀλλὰ δὲν κατακαιγόταν, ὥστε νὰ γίνει στάχτη, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος ὑπηρέτησε τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως γεννώντας τὸν Κύριο, ἀλλὰ παραμένοντας Παρθένος.
Στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχει σχετικὸς εἰκονογραφικὸς τύπος ποὺ δείχνει τὴ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτο καὶ μέσα της τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ κρατεῖ στὴν ἀγκάλη της τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ θαυμάσια αὐτὴ εἰκόνα συνδυάζει καὶ τὴν προτύπωση καὶ τὴν πραγμάτωσή του, τὸ μυστήριο τῆς Παρθένου, ἡ ὁποία γέννησε «Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα»!
Τέλος, στὴ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτο, ποὺ ἀποτελοῦσε σύμβολο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ὁ Θεὸς ἀνέθεσε στὸν Μωυσῆ τὴν ἱερὴ ἀποστολὴ νὰ πάρει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ὅραμα ἦταν σύμβολο αὐτοῦ ποὺ θὰ γινόταν πραγματικότητα ἔπειτα ἀπὸ αἰῶνες: Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μᾶς γλύτωσε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους καὶ μᾶς μετέφερε στὴ θεία βασιλεία του: «Ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καὶ μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ» (Κολασ. α΄ 13).