«Ἱπτάμενο δρεπάνι»
Ἔκπληκτος, ἀποσβολωμένος, σαστισμένος παρατηροῦσε ὁ θεόπνευστος προφήτης Ζαχαρίας (περ. 500 π.Χ.) τὶς ἀποκαλυπτικὲς ὁράσεις ποὺ ὁ παντοκράτωρ Κύριος τοῦ παρουσίαζε μέσῳ τοῦ ἀγγέλου του. Ὅλες ἔκρυβαν κάποιο βαθύτερο πνευματικὸ περιεχόμενο καὶ μήνυμα, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ κατανοήσει ὁ προφήτης, προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρει ἔπειτα στὸν λαό.
Ἔτσι καὶ τώρα σηκώνει τὰ μάτια του ψηλὰ καὶ βλέπει θέαμα παράδοξο καὶ συνταρακτικό:
«Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ δρέπανον πετόμενον» (Ζαχ. ε΄ 1). Ἕνα ἱπτάμενο δρεπάνι!
Ὁ ἄγγελος, ὁ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, προκειμένου νὰ ἀποσαφηνίσει στὸν προφήτη τὴν ἔννοια τῶν ἀποκαλυπτικῶν ὁραμάτων καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τώρα τὴν προσοχή του, τὸν ρωτᾶ:
«Τί σὺ βλέπεις;»
«Καὶ εἶπα ἐγώ· ὁρῶ δρέπανον πετόμενον μήκους πήχεων εἴκοσι καὶ πλάτους πήχεων δέκα» (στίχ. 2). Τεράστιο δρεπάνι: 10 μέτρα μῆκος καὶ 5 πλάτος!
Ἀπορεῖ ὁ προφήτης γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ σημαίνει τὸ θέαμα αὐτὸ τοῦ θεόρατου δρεπανιοῦ ποὺ ἔσχιζε τὸν ἀέρα μὲ τὴ διέλευσή του. Ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος ἀναλαμβάνει ἀμέσως νὰ τοῦ δώσει τὴν ἐξήγηση:
«Καί εἶπε πρός με· αὕτη ἡ ἀρὰ ἡ ἐκπορευομένη ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς» (στίχ. 3). Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἀρά», ἡ κατάρα, ἡ θεϊκὴ τιμωρία ποὺ ἐξορμᾶ καὶ ἁπλώνεται πάνω σὲ ὅλη τὴ χώρα.
Καὶ ποιούς θὰ «θερίσει» τὸ δρεπάνι;
«Πᾶς ὁ κλέπτης ἐκ τούτου ἕως θανάτου ἐκδικηθήσεται, καὶ πᾶς ὁ ἐπίορκος ἐκ τούτου ἐκδικηθήσεται» (στίχ. 3). Κάθε κλέφτης μὲ τὸ δρεπάνι αὐτὸ θὰ καταδικασθεῖ σὲ θάνατο, ἀλλὰ καὶ ὅποιος ὁρκίζεται ψευδῶς, μὲ τὸ δρεπάνι αὐτὸ θὰ τιμωρηθεῖ.
Ὅμως ἡ προφητικὴ ὅραση δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Τὸ δρεπάνι, ποὺ μέχρι τώρα πετοῦσε, τώρα πηγαίνει κάπου νὰ παραμείνει, νὰ ἐγκατασταθεῖ:
«Καὶ ἐξοίσω αὐτό, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ κλέπτου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ὀμνύοντος τῷ ὀνόματί μου ἐπὶ ψεύδει καὶ καταλύσει ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ» (στίχ. 4). Ἐγὼ θὰ τὸ φέρω στοὺς ἀνθρώπους, λέει ὁ παντοκράτωρ Κύριος, καὶ θὰ μπεῖ τὸ δρεπάνι αὐτὸ μέσα στὸ σπίτι τοῦ κλέφτη καὶ στὸ σπίτι ἐκείνου ποὺ ὁρκίζεται ψευδῶς στὸ ὄνομά μου. Θὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι τους καὶ θὰ ἐγκαθιδρυθεῖ ἐκεῖ, θὰ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα!
Τί φοβερὴ δυστυχία! «Καταλύσει ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ». Δὲν θὰ ἀποσπᾶται ἀπὸ ἐκεῖ, ὅ,τι κι ἂν κάνει ὁ σπιτονοικοκύρης. Δὲν θὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἀπομακρύνει. Θὰ γίνει μόνιμος κάτοικος τοῦ σπιτιοῦ του, ἕως ὅτου συντελέσει τὸ ἔργο του:
«Καὶ συντελέσει αὐτὸν καὶ τὰ ξύλα αὐτοῦ καὶ τοὺς λίθους αὐτοῦ» (στίχ. 4). Πανωλεθρία! Θὰ τὸ καταστρέψει ἐντελῶς τὸ σπίτι («συντελέσει»), χῶμα, σκόνη θὰ τὸ κάνει. Θὰ τὸ ἐξαφανίσει ἀπὸ προσώπου γῆς...
Φοβερό! Δρεπάνι ὑπερμέγεθες, γιὰ νὰ δείχνει ἔτσι βέβαιη καὶ ὀξεία τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὅσους ἀθετοῦν τὸν νόμο του.
Ποιό νόμο;
Ἐδῶ οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς χρησιμοποιοῦν τὴ λεγόμενη «διασταλτικὴ ἑρμηνεία». Δηλαδὴ ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ τιμωρία δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ἐπίορκους, ἀλλὰ γενικὰ σὲ ὅσους ἀθετοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· ὅλες τὶς ἐντολές. «Ἐπειδὴ γὰρ ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ κρέμανται», ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Θεοδώρητος, «ἐν τῷ, “Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί... ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν”», ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (βλ. Μάρκ. ιβ΄ 30-31)· «διὰ τῆς ἐπιορκίας καὶ τῆς κλοπῆς πᾶν εἶδος ἁμαρτίας συνήγαγε»· μὲ τὴν ἐπιορκία καὶ τὴν κλοπὴ συνόψισε κάθε ἁμαρτία. Διότι, συνεχίζει, τὸ νὰ ὁρκίζεται κανεὶς στὸν Θεὸ ψευδῶς εἶναι δεῖγμα ἀσέβειας πρὸς Ἐκεῖνον· πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἀγάπης θείας ἔρημος». Ἐνῶ ἡ κλοπὴ δηλώνει τὴν ἀδικία σὲ βάρος τοῦ πλησίον. Καὶ βέβαια ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πλησίον, δὲν τὸν ἀδικεῖ. Μὲ τὸν τρόπο λοιπὸν αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀθετεῖ ὅλο τὸν ἅγιο νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀποδεικνύει ὅτι οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὸν πλησίον του ἀγαπᾶ. Εἶναι λοιπὸν παραβάτης καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ ἁρμόζει «δρεπάνι», τιμωρία.
Δὲν εἶναι νὰ παίζεις μὲ τὸν Θεό. Ἄλλο εἶναι νὰ ἁμαρτάνεις «ἐκ συναρπαγῆς» καὶ ἔπειτα νὰ μετανοεῖς, ἄλλο δὲ νὰ εἶσαι ἀμετακίνητος καὶ ἑδραιωμένος ἐπάνω στὴν ἁμαρτία, ἀμετανόητος καὶ ἀκούνητος ἀπὸ αὐτή· πωρωμένος. Ἔτσι ὅπως εἶσαι ἐσὺ ἀμετακίνητος, ἔτσι ἀμετακίνητο καθιστᾶς καὶ τὸ «δρεπάνι» μέσα στὸ σπίτι σου, τὴ θεία ὀργὴ καὶ τιμωρία. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ ἐκπέσει: «Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων» (Ρωμ. α΄ 18). Αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ θεληματικὰ τὴ συμπνίγουν μέσα τους καὶ ἀδικοῦν ἐν ἐπιγνώσει καὶ ἀσύστολα, αὐτοὶ θὰ δοκιμάσουν τὸ δρεπάνι τῆς θείας ὀργῆς καὶ τιμωρίας. Βέβαια, ὅταν λέμε «ὀργὴ» γιὰ τὸν Θεό, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ὑποπίπτει σὲ πάθη, ὅπως εἶναι αὐτὸ τῆς ὀργῆς. Αὐτὸ ποὺ γίνεται εἶναι νὰ ἀποσύρει τὴ Χάρι του ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, ὁπότε τοὺς βρίσκουν ὅλα τὰ κακά. Μπορεῖ μὲν νὰ φαίνεται ὅτι εὐτυχοῦν, μπορεῖ νὰ ἀποκτοῦν ὅλο καὶ μεγαλύτερη περιουσία, ὑλικὰ ἀγαθά, κτήματα καὶ ἀποκτήματα· νὰ ζοῦν μὲ ἄνεση καὶ πολυτέλεια. Ἂν ὅμως τὴν περιουσία τους αὐτὴ τὴ μαζεύουν μὲ ἀδικία καὶ ἀσέβεια, «δρεπάνι» θὰ περάσει ἀπὸ πάνω τους.
Ἡ ἱστορία τὸ φωνάζει, ἡ πανανθρώπινη πείρα τὸ διαλαλεῖ: Οἶκοι, ἐπαύλεις, παλάτια ποὺ συμπήχθηκαν μὲ ἀδικία, ἐξαφανίσθηκαν. Καὶ μακάρι τὸ «δρεπάνι» νὰ κάνει τὴ δουλειά του σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Ἂν μείνει γιὰ τὴν ἄλλη...