«Ἡ βέρα μου, σύμβολό μου ἱερὸ»
Εἶχε περάσει κλυδωνισμοὺς ὁ γάμος τους. Δυστυχῶς δὲν ἦταν ὁ εὐλογημένος ἐκκλησιαστικὸς γάμος, ἀλλὰ τοῦ Δημαρχείου. Ὅμως ἡ πιστὴ Ἑλένη, μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν προσευχή της, ὁδήγησε τὸν Χρῆστο, τὸν ἀγαπημένο της σύντροφο – σύζυγο, ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια στὴν Ἐκκλησία. Εἶχαν καὶ παιδὶ φτασμένο κοντὰ πέντε ἐτῶν, ἀβάπτιστο. Ἔγιναν τότε μαζὶ καὶ τὰ δύο μυστήρια στὸν Ταξιάρχη τοῦ Μανταμάδου στὴ Μυτιλήνη. Τὸ ἤξεραν καλὰ ὁ Χρῆστος καὶ ἡ Ἑλένη ὅτι αὐτὸ ποὺ ζοῦσαν μέχρι τότε, ἦταν ἐκτροπή, ἁμαρτία μεγάλη, ἀθέτηση τοῦ θείου θελήματος, καὶ τὰ ἐξομολογήθηκαν μὲ δάκρυα καὶ μὲ εἰλικρίνεια ὅλα. Μετάνιωσαν πικρὰ γιὰ τὰ χρόνια τῆς ἀνομίας τους. Καὶ ἔπειτα, ὤ... τί ἔζησαν! Στιγμὲς ἀλησμόνητες. Ἦρθε ἡ Χάρις, ἡ λάμψη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πλούσια. Μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου! Τὴ δέχθηκαν μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ τὸ ἔλεγαν παντοῦ: «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι λυτρωτικὰ γιὰ ὅσους συνειδητὰ τὰ ἀποδέχονται».
Ἀκολούθησε καὶ ἄλλο παιδί. Τὸ βάπτισαν στὴν ὥρα του. «Ἑλεάννα» τὸ ὄνομά του. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα, τὸ πρῶτο τους παιδί, ἀπολαμβάνουν οἱ γονεῖς ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὅλα αὐτὰ τοὺς κάνουν νὰ χιλιοευχαριστοῦν τὸν μεγάλο Εὐεργέτη τους, τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων καὶ Θεὸ καὶ Πατέρα ὅλων, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά τους, δὲν τοὺς ἄφησε στὴ φουρτούνα τοῦ ἀγριεμένου πελάγους, ἀλλὰ τοὺς ἀσφάλισε στὸ γαλήνιο λιμάνι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἰδιαίτερα ὁ Χρῆστος ἔχει λόγο πιὸ πολὺ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, γιατὶ τοῦ χάρισε τὴν Ἑλένη του. Χωρὶς αὐτὴ θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ γνωρίσει τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὅπου βρεθεῖ, δὲν διστάζει μὲ χαρὰ καὶ χωρὶς φόβο νὰ τὸ λέει σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους:
–Αὐτὸ ποὺ ἔζησα καὶ ζῶ κοντὰ στὸν Θεὸ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια. Μὴν ἀφήνετε νὰ κυλᾶ ἡ ζωή σας ἀνέμελα. Ἀγάπησες; Προχώρησε. Μὴν ἀναβάλεις τὸν γάμο σου μέσα στὴ Ἐκκλησία.
Οἱ ἡμέρες κυλοῦν. Ἦρθε τρίτη ἐγκυμοσύνη. Ἡ Ἑλένη στὸ σπίτι φροντίζει γιὰ ὅλους. Καὶ καυχιέται γι᾿ αὐτό: «Εἶμαι μητέρα»!
Καὶ ὁ πατέρας; Ὅλος ἀγάπη κι αὐτός, ὅλος εὐθύνη. Μὴ λείψει τίποτε ἀπὸ κανέναν. Μὲ ἀγώνα χαρούμενο καὶ σκληρὸ ξεκινᾶ τὴν κάθε ἡμέρα. Ἔξυπνο μυαλό. Ἔχει σπουδάσει ἠχολήπτης καὶ ἠλεκτρολόγος. Ξέρει νὰ τὰ συνταιριάζει ὅλα. Ἀπὸ πολὺ νέος ἐργάζεται. Ἀκολουθεῖ τὰ ἴχνη τοῦ καταξιωμένου πατέρα του στὸν χῶρο τῶν ἠχητικῶν καὶ ἠλεκτρολογικῶν ἐγκαταστάσεων. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐργασία τους.
Παράλληλα, τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα ὁ Χρῆστος φοιτᾶ σὲ Σχολή, ὅπου ἀναβαθμίζει τὸ πτυχίο του γιὰ πιὸ προχωρημένες, ὑπεύθυνες θέσεις ἐργασίας. Κάθε ἡμέρα, πρὶν φύγει, δὲν ξεχνᾶ τὴν προσευχή του. Καύχημά του ἡ γυναίκα του, τὰ παιδιά του. Δύναμή του ὁ χρυσός του σταυρός, ποὺ πάντα φορεῖ, δῶρο τῆς Ἑλένης του. Ἀλλὰ καὶ ἡ χρυσή του βέρα πόσα δὲν σημαίνει γι᾿ αὐτόν; Πῶς τὸν θυμᾶται συχνὰ τοῦτο τὸν λόγο ποὺ χαράχθηκε στὴ μνήμη του! Τὴν ὥρα τοῦ γάμου τους ὁ π. Ἐπιφάνιος τοὺς εἶπε:
–Αὐτὴ ἡ βέρα ποὺ θὰ φορέσετε στὸ χέρι εἶναι σύμβολο ἀμοιβαίας πιστότητας, ἀλληλοσυμπληρώσεως, ἀλληλοϋποταγῆς, ὁμόνοιας καὶ ἀλληλοπροσφορᾶς. Φανερώνει τὸ τέλειο τῆς ἑνώσεώς σας.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ τοὺς εἶπε τότε δὲν εἶναι μόνο θεωρία, ἀλλὰ πράξη καθημερινὴ γιὰ τὸν Χρῆστο. Τοῦτα τὰ χρυσά του κοσμήματα τὰ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό.
Αὐτὴ τὴν περίοδο ἐργάζεται σὲ ἐργοτάξιο ποὺ προορίζεται νὰ γίνει Μουσεῖο Καλῶν Τεχνῶν στὸ Μοναστηράκι τῆς Ἀθήνας· μέσα σὲ σκόνες, καλώδια, τρυπάνια, σφυριά. Σήμερα εἶναι πάνω ἀπὸ 10 ὧρες ἀπὸ τὸ πρωὶ μὲ ἐργάτες πολλούς. Μόλις τελείωσε τὴ βάρδιά του, βγῆκε ἔξω. Ἑτοιμαζόταν γιὰ τὸ σπίτι. Μὲ μηχανάκι πάντα ἐπιστρέφει. Φορεῖ τὸ κράνος, παίρνει τὰ γάντια νὰ τὰ φορέσει, ἀλλὰ τί βλέπει; Λείπει ἡ βέρα ἀπὸ τὸ χέρι του. Κρύος ἱδρώτας τὸν ἔλουσε. «Θεέ μου, ἔχασα τὴ βέρα μου! Δὲν εἶναι ἁπλὰ γιὰ μένα ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι. Εἶναι ἡ Ἑλένη μου, ὁ γάμος μου. Σύμβολό μου ἱερό».
Δὲν εἶχε περιθώριο χρόνου νὰ ψάξει. Νύχτα περασμένη. Σκοτάδι. Ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι. Ἔκρυψε τὴν ἀγωνία του. Ἔπεσε γιὰ ὕπνο καὶ ὅλα στὴ σκέψη του, ὅλα μπροστά του: ὁ γάμος, ἡ βέρα, ἡ εὐχὴ τοῦ ἱερέα...
Ξύπνησε πρωί-πρωί. Ἔπρεπε νὰ βιαστεῖ γιὰ νά ᾿ναι πιὸ μπροστὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐργάτες, νὰ μπεῖ πρῶτος νὰ ψάξει στὰ δωμάτια ποὺ δούλεψε χθές, στοὺς διαδρόμους καὶ τὶς σκάλες, μήπως βρεῖ τὸν θησαυρό του.
Ἔφθασε μὲ τὸ μετρό. Ἐκεῖ στὴν ἔξοδο μπροστά του ἕνας ἄστεγος τὸν παρακαλεῖ: «Ἄνθρωπέ μου, πεινάω». Χωρὶς νὰ σκεφθεῖ, τοῦ δίνει ὅλο τὸ φαγητὸ τῆς ἡμέρας ποὺ εἶχε μαζί του: Μπιφτέκια, ψωμί, λίγο τυρὶ καὶ φροῦτα. Τοῦ ἔδωσε ὅλα ὅσα εἶχε. Πρώτη φορὰ τόσο αὐθόρμητα ὅλα. Ἔπειτα βιαστικὸς μπῆκε πρῶτος στὸ ἐργοτάξιο καὶ ἄρχισε νὰ ψάχνει παντοῦ, πρὶν φανοῦν οἱ ἄλλοι ἐργάτες. Ἔψαξε, ἵδρωσε, κοίταξε ὅπου νόμιζε. Τὸ εἶπε καὶ σὲ ἄλλους ἐργάτες, ὅταν ἦρθαν, νά ’χουν τὴν ἔννοια τους, μήπως κάπου τὴ βροῦν... Ὅμως πουθενά ὁ θησαυρός. Καὶ ἡ ἀπογοήτευση τόσο μεγάλη. Ὁ Χρῆστος συνεχίζει νὰ ἐργάζεται. Δὲν παύει ὅμως νὰ προσεύχεται μυστικὰ καὶ νὰ ἐλπίζει. Ὥσπου στὸ τέλος τῆς ἡμέρας τὸν καλεῖ ἐπειγόντως ἕνας φίλος καὶ συνάδελφος καὶ τοῦ λέει:
–Χρῆστο, τὴ βρῆκα τὴ βέρα σου. Ἦταν ριγμένη στὸ βάθος τῆς τσάντας μου μὲ τὰ πολλὰ ἐργαλεῖα. Τυχαῖα τὴν εἶδα.
Ὤ, τί χαρά! Ὁ Χρῆστος ἀναφώνησε:
–Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ! Γιὰ μένα ἡ βέρα μου δὲν εἶναι κάτι ἁπλό. Εἶναι σύμβολό μου ἱερό! Σ᾿ εὐχαριστῶ! Σήμερα τάισα ἕνα φτωχὸ κι Ἐσὺ μοῦ χάρισες πάλι τὸ πολύτιμο σύμβολο καὶ θησαυρό μου!