Τι φοβάται η κυβέρνηση μετά την κρίση στη Μέση Ανατολή
Σε αυξημένη επαγρύπνηση βρίσκεται η κυβέρνηση για τη νέα κρίση στη Μέση Ανατολή. Σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ αλλά και την ΕΕ τάσσεται στο πλευρό του Ισραήλ, με το οποίο διατηρεί στρατηγική συνεργασία, ταυτόχρονα όμως στέλνει μήνυμα αυτοσυγκράτησης προς όλες τις πλευρές προκειμένου να αποφευχθεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η Αθήνα έχει ανοιχτούς διαύλους με το Τελ Αβίβ και παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις αναμένοντας να δει ποια θα είναι η τελική απόφαση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να αγνοήσει την παραίνεση του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν και κορυφαίων Ευρωπαίων ηγετών να παραμείνει στη νίκη από την αναχαίτιση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων από το Ιράν και να μην επιλέξει τα αντίποινα προς την Τεχεράνη.
Υπό τα νέα δεδομένα, το βασικό ερώτημα είναι πώς θα επιλέξει να αντιδράσει το Ισραήλ. Σύμφωνα με υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι μονοδιάστατη, καθώς η κυβέρνηση Νετανιάχου θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της μια σειρά από παραμέτρους, με σημαντικότερη ότι μια ενδεχόμενη επίθεση μεγάλης κλίμακας κατά του Ιράν θα οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου και εν πολλοίς ανεξέλεγκτη κλιμάκωση με άγνωστη κατάληξη.
Τα σενάρια και οι πιθανοί κίνδυνοι
Στο κυβερνητικό επιτελείο και όλα τα συναρμόδια υπουργεία προετοιμάζονται για κάθε σενάριο, ακόμη και το δυσμενέστερο, αφού ο κίνδυνος να ανοίξουν οι πύλες της κόλασης στην περιοχή είναι υπαρκτός με σημαντικές επιπτώσεις για όλη τη διεθνή κοινότητα και φυσικά για την Ελλάδα.
Η ανησυχία επικεντρώνεται καταρχάς στις οικονομικές συνέπειες που θα υπάρξουν εφόσον αποφασιστεί το κλείσιμο του Στενού του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο. Με δεδομένο ότι πρόκειται για τον βασικό δρόμο μεταφοράς πετρελαίου στον κόσμο, εκτός του ότι θα οδηγούσε την Τεχεράνη σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Δύση και περιφερειακές δυνάμεις, θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις διεθνείς οικονομίες, ενώ τα προβλήματα στη ναυσιπλοΐα θα οδηγούσαν σε εκτόξευση στις τιμές σειράς προϊόντων.
Η ανησυχία όμως της Αθήνας αφορά και το Μεταναστευτικό, καθώς μια «ανάφλεξη» στη Μέση Ανατολή μπορεί να προκαλέσει τσουνάμι φυγής από τις εμπόλεμες περιοχές.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η Ελλάδα, και μέσω αυτής και η Ευρώπη, συμμετέχει σε ενεργειακά και άλλα σχήματα με το Ισραήλ, είναι προφανής ο κίνδυνος τα πρότζεκτ που έχουν προωθηθεί να τεθούν σε κίνδυνο. Πέραν των παραπάνω, η Αθήνα βρίσκεται
σε μέγιστη εγρήγορση και σε επιχειρησιακό επίπεδο, όντας σε επαφή με τους συμμάχους, κυρίως με τις ΗΠΑ, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες για την αποτροπή κλιμάκωσης της έντασης προς κάθε κατεύθυνση.
Το μήνυμα Μητσοτάκη σε Τελ Αβίβ και Τεχεράνη
Μήνυμα αυτοσυγκράτησης προς το Ισραήλ και την Τεχεράνη έστειλε χθες ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του με την αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για τις αξίες και τη διαφάνεια, Βιέρα Γιούροβα. Κατά την έναρξη της συνάντησής του με την κυρία Γιούροβα, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στις τελευταίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. «Οποιαδήποτε κλιμάκωση αυτήν τη στιγμή θα ήταν μια καίρια απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια. Συνεχίζουμε να στεκόμαστε δίπλα στο Ισραήλ, αλλά την ίδια στιγμή προτρέπουμε όλες τις πλευρές να δείξουν την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση ώστε να αποφύγουμε μια ενδεχομένως πολύ επικίνδυνη περαιτέρω κλιμάκωση», σημείωσε ο πρωθυπουργός.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σημείωσε ότι η Ελλάδα υπογραμμίζει την ανάγκη αυτοσυγκράτησης από όλες τις πλευρές προκειμένου να αποφευχθεί μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση. «Η Ελλάδα καταδικάζει απερίφραστα την επίθεση εναντίον του Ισραήλ και τις απειλές για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια», δήλωσε ο κ. Μαρινάκης και πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα, πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή, υπογραμμίζει την ανάγκη αυτοσυγκράτησης από όλες τις πλευρές προκειμένου να αποφευχθεί μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση».
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο συνδρομής της Ελλάδας σε επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή μέσω της παροχής βάσεων ή εναέριου χώρου, είπε ότι «η ελληνική θέση περιγράφηκε αναλυτικά μετά τη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ. Είναι αυτή ακριβώς, όπως αποτυπώθηκε. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο. Εμείς είμαστε όπως πρέπει, σε απόλυτη επιφυλακή και με άρτια ενημέρωση. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο για να μην υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία προς τους πολίτες. Η Ελλάδα είναι μια σταθεροποιητική δύναμη».
Στο κυβερνητικό επιτελείο και όλα τα συναρμόδια υπουργεία προετοιμάζονται για κάθε σενάριο, ακόμη και το δυσμενέστερο, καθώς οι επιπτώσεις για τη χώρα μας αλλά και τη διεθνή κοινότητα μπορεί να είναι μεγάλες